19.9.13

ὁ καλὸς ἄνθρωπος: τὸ σκοτάδι ποὺ μᾶς περιτριγυρίζει

Ἀγαπητέ μου φίλε, καιρὸ τώρα ἤθελα νὰ σοῦ γράψω τὸ παρακάτω σχόλιο, ἀλλὰ ὅλο τὸ ἀνέβαλλα. κι ἦρθε ἡ δολοφονία τοῦ Παύλου Φ. νὰ μὲ βιάση νὰ μιλήσω. μὰ πιὸ πολὺ κι ἀπὸ τὴν δολοφονιὰ——γιατὶ αὐτὴ καθεαυτὴ μάλλον στὴν σιωπὴ μὲ καλλοῦσε——εἶναι ὁ βόθρος τοῦ ψεύδους ποὺ τὴν ἀκολούθησε καὶ τὴν συνεχίζει.
...
Θέλω νὰ ξέρης ὅτι τὸ μαχαίρι ποὺ ἔσφαξε τὸν Παῦλο τὸ κρατοῦσαν τρία χέρια: τοῦ δράστη καὶ δυὸ ἄλλων. οἱ δυὸ ἄλλοι εἶναι φαντάσματα, ποὺ χωρὶς αὐτὰ ὁ δράστης θἄταν ἀνίκανος ὄχι μόνο νὰ δράση ἀλλὰ καὶ νὰ ἐμφανιστῆ κἂν στὸ προσκήνιο. τὸ παράδοξο, ποὺ ἐδῶ θὰ ὑποστηρίξω, εἶναι ὅτι ἡ εὐθύνη στὰ τρία πρόσωπα κατανέμεται ἀντιστρόφως ἀνάλογα τῆς συμμετοχῆς τους στὸ ἔγκλημα. κι ὅταν λέω εὐθύνη, φυσικὰ ἐννοῶ τὴν πραγματικὴ εὐθύνη, τὴν πνευματική, κι ὄχι τὴν νομική, τοῦ νόμου τους.
Τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ δύο φαντάσματα εἶναι αὐτὸ ποὺ ὅπλισε τὸ χέρι τοῦ δράστη. εἶναι ὁ ἀχρεῖος ἰσχυρὸς τοῦ πλούτου καὶ τῆς ἐξουσίας ποὺ χρηματοδοτεῖ καὶ προστατεύει τὸ λυσσασμένο σκυλὶ ποὺ θὰ φτάση ἐκεῖ ποὺ ὁ νόμος του δὲν τοῦ τὸ ἐπιτρέπει γιὰ νὰ τρομοκρατήση ὅποιον ἀμφισβητεῖ τὴν σκοτεινὴ καθέδρα του, τὸν θρόνο τῆς ἀκαθαρσίας του. ἀλλὰ εἶναι κι ὁ ἐκφυλισμένος μικροαστὸς ποὺ τρέφεται ἀπὸ τὰ ἀποφάγια τοῦ αἰσχροῦ τους δείπνου κι ἀνησυχεῖ μὴν καὶ κανεὶς διακόψει τὸ φαγοπότι τῶν ἀφεντικῶν του καὶ χάσει κι αὐτὸς τὸ μερδικό του.
Τὸ δεύτερο φάντασμα, γιὰ τὸ ὁποῖο ἐδῶ θέλω νὰ σοῦ μιλήσω, εἶναι ὁ "καλὸς ἄνθρωπος", ὁ μεγάλος ἔνοχος, ὁ πρῶτος καὶ ἔσχατος ἔνοχος.
Ἂν ὁ δράστης εἶναι ἡ νεκρωμένη συνείδηση, ὁ ἀποχτηνωμένος ἄνθρωπος· ἂν ὁ δεύτερος, ὁ συνεργός, εἶναι ἡ διεστραμμένη συνείδηση, ἡ ἰδιοτελὴς ὕαινα· ὁ τρίτος, ὁ "ἀθῶος τοῦ αἵματος τούτου", εἶναι ἡ ἥσυχη συνείδηση——τόσο ἥσυχη ποὺ σχεδὸν δὲν ἀναπνέει——, ὁ ἰδιωτικὰ δίκαιος. ὁ καλὸς ἄνθρωπος εἶναι τίμιος στὴν ἐργασία του καὶ στὶς ἀναγκαῖες κοινωνικές του συναναστροφές. δὲν ἀπεκόμισε ποτὲ πονηρὸ πλοῦτο, ἀλλὰ καὶ δὲν στάθηκε ποτὲ ἀπέναντι στὴν πονηριὰ τοῦ πλούτου γύρω του ποὺ διέφθειρε τοὺς διπλανούς του. τοῦ ἀρκεῖ ἡ ἐσωτερικὴ ἰκανοποίηση τῆς προσωπικῆς του τιμιότητας. ἄλλωστε φροντίζει νὰ μοιράζεται τὴν φιλία του μόνο μὲ ἄλλους καλοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ παρηγοροῦν ἀλλήλους μὲ τὴν καλωσύνη τους μέσα σὲ ἕναν κόσμο διεφθαρμένο. βέβαια, μέσα του, πολὺ βαθιά, περιφρονεῖ τὴν διαφθορὰ τῶν ἰσχυρῶν τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ αὐτὸς εἶναι πάνω καὶ πέρα ἀπὸ πολιτικὰ ἐνδιαφέροντα. ἡ πολιτικὴ ἐνασχόληση προδίδει ἦθος ἀγοραῖο καὶ εἴτε κρύβει ἰδιοτέλεια εἴτε πνεῦμα ἀνταρσίας καὶ ἀνομίας. ἡ ζωὴ τοῦ καλοῦ ἀνθρώπου διέπεται μόνο άπὸ ἕναν νόμο: αὐτὸν τῆς τιμιότητας καὶ τῆς τάξης. ὄχι, δὲν εἶναι ἀδιάφορος καὶ ἐγωπαθής. εἶναι αὐθεντικὰ καλός. βοηθᾶ συνανθρώπους ποὺ εἶναι ἐμπερίστατοι, προτιμᾶ νὰ χάση παρὰ νὰ ἀδικήση, δὲν ἀντεκδικεῖται τὴν ἀδικία ποὺ τοῦ γίνεται, κλαίει μετὰ κλαιόντων καὶ χαίρει μετὰ χαιρόντων. ὅμως πάντα ἀπὸ ἀπόσταση. δὲν συγχρωτίζεται ποτὲ μὲ τὰ ἀντικείμενα τῆς συμπαθείας του. δὲν κάνει ποτὲ τὴν ζωή τους ζωή του. κάτι τέτοιο θἄταν πολιτική. θὰ τὸν ἐξανάγκαζε νὰ μετάσχη τῶν παθῶν τους μὲ κίνδυνο νὰ χάση τὴν ἀπάθειά του. θὰ ἐξέπεφτε τῆς ἠθικῆς του ἀνοσίας. ἕνα τέτοιο ἐνδεχόμενο τοῦ προκαλεῖ ὑπαρξιακὸ τρόμο. γιὰ αὐτὸ κι ἂν κάτι ἀληθεινὰ φοβᾶται κι ἀποστρέφεται, πιὸ πολὺ κι ἀπὸ τὴν διαφθορὰ τῶν ἰσχυρῶν καὶ τὴν βαρβαρότητα τῶν ὑπαλλήλων τους, εἶναι ἡ ἀμφισβήτηση τῆς πολιτικῆς τάξης. (ἀδιάφορα ποιὰ εἶναι αὐτή, ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχη.) ἐκεῖ μπορεῖ νὰ γίνη πολὺ σκληρὸς. ἄλλωστε ἡ ἠθική του ἐπάρκεια τοῦ ἐπιτρέπει νὰ εἶναι πολὺ σκληρός ἀπέναντι στὴν ἀταξία. ὅσο φιλάνθρωπος καὶ νἄναι δὲν ξεχνᾶ ὅτι ἡ φτώχεια εἶναι πάντα προϊὸν εἴτε τῆς τεμπελιᾶς εἴτε τῆς κακοήθειας. ἡ δικαιοσύνη του τοῦ ἐπιτρέπει νὰ γνωρίζη ὅτι ἡ τυραννίδα εἶναι κακὸ προτιμώτερο τῆς ἀναρχίας. ἡ εὐθυκρισία του τὸν βοηθᾶ νὰ διακρίνη ὅτι ἡ κοινωνικὴ ἱεραρχία τὸν προστατεύει ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ ἀνασφάλεια.
Σὲ ἀκούω ἤδη νὰ μουρμουρίζης ὅτι σοῦ περιγράφω ἕναν ὑποκριτὴ καὶ ὄχι ἕναν καλὸν ἄνθρωπο. ὄχι! μιλῶ σοβαρά. εἶναι πραγματικὰ καλός. τὸ πιστεύει καὶ προσπαθεῖ γιὰ αὐτό. μόνο πού, ὅπως σοῦ εἶπα παραπάνω, ἡ συνείδησή του ἔχει ἡσυχάσει τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν ἰδιωτική του καλωσύνη ποὺ ἴσα ποὺ ἀναπνέει. θὰ μοῦ πῆς, βέβαια, ἂν εἶναι πράγματι τόσο καλὸς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ἀνταποκρίνεται κάπως στὴν γενικευμένη χυδαιότητα τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς ἀδικίας. ἐδῶ ἀκριβῶς εἶναι ἡ τεράστια ἐνοχή του: ἀνταποκρίνεται. ἀλλὰ πῶς; ὄχι σὰν δρῶν καὶ ὑπεύθυνο πρόσωπο (κάτι τέτοιο τοῦ τὸ ἀπαγορεύει ἡ ἡθική του ἀποστροφὴ πρὸς τὴν πολιτικὴ ζωή), ἀλλὰ θρηνῶντας. ὁ πολιτισμὸς τοῦ καλοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ θρῆνος. τὸ μοιρολόγι γιὰ τὴν ἔκπτωση τῶν ἄλλων. μοιρολογεῖ τὸν θάνατο τοῦ ἠθικοῦ του ὀνείρου καὶ τὸ μοιρολόγι του προσελκύει καὶ τοὺς ἄλλους καλοὺς ἀνθρώπους καὶ μοιρολογοῦν ὅλοι μαζί καὶ μοιρολογῶντας βεβαιώνονται ὅτι τὸ ὄνειρο ἦταν ἀληθεινό καὶ τὸ μοιρολόγι δίκαιο. κι αὐτὸ τὸ μοιρολόγι τρέφει τοὺς ἄδικους δυνατοὺς νὰ ὁπλίσουν τοὺς φονιάδες τους νὰ σφάξουν ὅσους σηκώσαν κεφάλι ἀπένατι στὴν ἀδικία... ὑπακούοντας στὸ κάλεσμα τοῦ μοιρολογιοῦ ποὺ θρηνοῦσε γιὰ τὴν ἀδικία. μετὰ τὸ φονικό, οἱ καλοὶ ἄνθρωποι θὰ θρηνήσουν καὶ γιὰ τὸ παραστρατημένο θύμα ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ διακρίνη τὴν δικαιοσύνη ἀπὸ τὴν ἀνυπακοὴ καὶ γιὰ τὸν φονιὰ ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ διακρίνη τὴν ὑπακοὴ ἀπὸ τὴν ἀδικία.
Ὁ καλὸς ἄνθρωπος, φίλε μου καλέ, εἶναι ἕνα σκοτάδι ποὺ μᾶς τριγυρίζει ἀσφυκτικά, κι ἀναπαράγει τὸν θάνατο μὲ τρόπο τόσο δαιμονικὰ τέλειο ποὺ οὔτε ὁ χειρότερος φονιᾶς οὔτε ὁ πιὸ διεστραμμένος ἐντολέας του θὰ πετύχαιναν ποτέ. καὶ ταυτόχρονα ἀδυνατεῖς νὰ τὸν κρίνης. εἶναι τόσο καλός. ἀλλὰ μόνο αὐτό. μόνο καλός. θέλει καὶ κάτι ἄλλο γιὰ νὰ γίνη ἄνθρωπος. θέλει εὐθύνη. κι αὐτὸ εἶναι φροῦτο δύσκολο ποὺ φυτρώνει μόνο στὸν κοινὸ βίο τῆς πολιτικῆς ζωῆς.
Αὐτὰ καὶ μένω.