26.12.16

bialogy

τὰ πλατωνικὰ κεφαλόποδα εἶναι ζῶα ποὺ ἀντιλαμβάνονται τὸν κόσμο ὅλον σὰν κέλυφός τους.
ἡ γλώσσα τους ἀποτελεῖται ἀπὸ 316 λέξεις· ὅλες συνώνυμα τῆς ἔννοιας κέλυφος (ἂν καὶ καθεαυτὴ ἡ λέξη κέλυφος ἀπουσιάζη ἀπὸ τὸ λεξιλόγιό τους).
ὅ,τι βρίσκεται στὸ πεδίο ὁρατότητάς τους τὸ κατανοοῦν σὰν τροφή, τὴν ὁποία ἐπίσης ἀναγνωρίζουν σὰν κέλυφος.
ὄντας ἀπόλυτα (μονιστικά) ἐγωκεντρικά, ἀγνοοῦν τὴν αἴσθηση τοῦ χρόνου: βιώνουν ἕνα συνεχὲς τώρα, ἢ, σωστότερα, ἕνα συνεχὲς κέλυφος.
ὅ,τι ρηγματώνει αὐτὸ τὸ κέλυφος τος προκαλεῖ τρομῶδες παραλήρημα, ποὺ ἐκφράζεται ὅμως μὲ ἄναρθρες κινήσεις τῶν πλοκάμων τους, καθὼς δὲν διαθέτουν ἄλλες λέξεις ἀπὸ τὰ συνώνυμα τοῦ κελύφους. στὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς ὑστερίας τὸ π.κ. κατατρώει τοὺς πλοκάμους του. (παραμένει ἄγνωστο τί μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ ρηγμάτωση τοῦ κελύφους, ἀφοῦ στὴν συνείδηση τοῦ π.κ. τὰ πάντα εἶναι κέλυφος.)
παρόλο τὸν μονιστικὸ χαρακτῆρα τῆς συνείδησης τους, τὰ π.κ. συγκροτοῦν ἀγέλες· ὅπου, ὅμως, τὰ μέλη τους δὲν ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους, καθὼς καθένα τους βλέπει τὰ ὑπόλοιπα μέλη σὰν ψηφίδες τοῦ κελύφους-ἀγέλης (ἕνα κέλυφος μέσα στὸ κέλυφος; κάτι τέτοιο δὲν θὰ ἀναιροῦσε τὴν δέα τοῦ κελύφους καθεαυτήν;).
τὸ μόνο βέβαιο εἶναι ὅτι τὸ π.κ. ἔχει να ἐξαιρετικὰ ἀνεπτυγμένο νευρικὸ σύστημα, ποὺ λειτουργεῖ σὰν συνεχς γεννήτρια ἐπιθυμιῶν, ποὺ δραστηριοποιεῖ τοὺς ἀεικίνητους πλοκάμους του.
ἡ ἔρευνα πάνω στ π.κ. ἀντιμετωπίζει πολλὲς δυσκολίες, τόσο λόγω τῆς ἀδυναμίας νὰ προσπελασθῆ ὁ κλειστὸς κόσμος του, ὄσο καὶ λόγω τῆς συνεχοῦς φθορᾶς τῶν ἐρευνητῶν, ποὺ ἐπιμένουν νὰ κατασπαράσουν ὁ ἕνας τοὺς πλοκάμους τοὺ ἄλλου.

31.8.16

ἡ πέτρα διδάσκει τὴν ὑπομονή
κι ἡ πάνω της σαύρα τὴν ἐνάργεια τῶν αἰσθήσεων.

ὁ ἥλιος δικάζει καὶ τὰ δύο·
ὁ ἄνεμος ἕνα σκηνικό ἀδιάφορο.

25.4.16

on Jn 1:4

ὑπάρχουν δύο σκοτάδια: αὐτὸ τοῦ δούλου κι αὐτὸ τοῦ ἀφέντη.
τὸ πρῶτο εἶναι τὸ νὰ σοῦ κλέβουν τὴν ζωὴ καὶ νὰ πορεύεσαι μὲ ὅποιο ὑποκατάστατο σοῦ πετᾶ ὁ ἀφέντης  σου.
τὸ ἄλλο εἶναι νὰ ζῆς σὰν παράσιτο, χωρὶς δική σου ζωή, μὲ τὶς κλεμμένες ζωὲς τῶν ἄλλων.
αὐτὰ τὰ δυὸ σκοτάδια εἶναι ἕνα: ἡ ἀπώλεια τῆς αὐθεντικῆς ζωῆς καὶ ἡ ἀντικατάστασή της μὲ μιὰ μπουκιὰ σκουληκιασμένη
- παξιμάδι ἤ κρέας, ἀδιάφορο, σκουληκιασμένα καὶ τὰ δυό· δηλητήριο καὶ τὰ δυό.
ἄλλο σκοτάδι δὲν εἶναι.
κι αὐτὸ τὸ σκοτάδι τὸ γεννᾶ ἡ ἄρνηση τῆς αὐθεντικῆς ζωῆς· ἡ ἐπιθυμία τῆς κυριαρχίας· τὸ σπέρμα κάθε πολιτισμοῦ: ἡ κενὴ δόξα τῆς φαντασίας.

:::

there are two lots of darkness: this of the slave and this of the master.
the first one is to be stolen of your life and to last with whatever your master stuffs you.
the latter is to exist as a parasite, without life of your own, by dint of the stolen lives of the others.  
these two bleak states are the same: the loss of a genuine life and its replacement by a wormy morsel
- no matter if it is of rusk or of meat; they are both lousy; they are both venomous.
there is no other darkness.
and this darkness is brought forth by the denial of the genuine life; by  the desire of dominion; the seed of any civilization: the empty fancy of realization.