8.6.13

αὐγάζειν.1 [~ Mt.18:3-4]

ὀμορφιὰ εἶναι τ' ὄνομα ποὺ δίνουμε στὴν ἔκπληξη.
——αὐτὴν τὴν ἔκπληξη ποὺ εἰρηνεύει τὴν καρδιά μας καὶ στρώνει τὸν νοὺ σὰν δροσιὰ πρωϊνὴ πάνω της.
ἡ ἔκπληξη εἶναι ἁρετὴ τῆς ταπεινῆς καρδιᾶς.
——ἡ ταπεινὴ καρδιὰ δὲν γνωρίζει τὴν ἀνία.

ἡ ἀνία εἶναι ἡ κατάσταση τοῦ ἀστοῦ· τοῦ ὑπερήφανου αὐτοαναφορικοῦ ἐγώ,
ποὺ ἀναζητᾶ ἀδιάκοπα κι ἀνέλπιδα τὴν πρωτοτυπία,
ποὺ ἐξανδραποδίζεται στὰ παζάρια τῶν νεωτερισμῶν,
ποὺ καταναλώνει ἀκόρεστα τὸν κάλλιστο κόσμο, προσπαθώντας νὰ διαιωνίση τὸ μέσα του σκοτάδι.
‡‡ ὅταν ἀπελπιστῆ ὁλωσδιόλου στὸ κυνήγι τῆς πρωτοτυπίας, καταφεύγει σὲ ἕνα εἰδωλικὸ πάγωμα τοῦ σκοταδιοῦ του, στὴν πετρωμένη μνημειακότητα τῆς κόλασής του. (αὐτὸ τὸ τελικὸ στάδιο τοῦ ἀστισμοῦ εἶναι ὁ φασισμός, ἡ (ἀντι)πολιτικὴ ἐκδοχὴ τοῦ σατανισμοῦ.)

:::

beauty is the name we give to wonder.
——this wonder that soothes the heart and dews the mind over her.
wonder is a quality of a humble heart.
——the humble heart does not know the boredom.

boredom is the condition of the bourgeois; of the proud and arbitrary self,
which ceaselessly and hopelessly looks for fancy,
which is being debased in the markets of novelties,
which is consuming insatiably the most beautiful world, struggling to perpetuate its inmost darkness.
‡‡ when it will come in entire despair, in its quest for fancy, it resorts into an idolatrous establishment of its darkness, into the petrified monumentality of its hell. (this final stage of bourgeoisie is fascism, the (anti)political version of satanism.)