αὐγάζειν.1 [~ Mt.18:3-4]
ὀμορφιὰ
εἶναι τ' ὄνομα ποὺ δίνουμε στὴν ἔκπληξη.
——αὐτὴν
τὴν ἔκπληξη ποὺ εἰρηνεύει τὴν καρδιά
μας καὶ στρώνει τὸν νοὺ σὰν δροσιὰ
πρωϊνὴ πάνω της.
ἡ
ἔκπληξη εἶναι ἁρετὴ τῆς ταπεινῆς
καρδιᾶς.
——ἡ
ταπεινὴ καρδιὰ δὲν γνωρίζει τὴν ἀνία.
‡ ἡ
ἀνία εἶναι ἡ κατάσταση τοῦ ἀστοῦ·
τοῦ ὑπερήφανου αὐτοαναφορικοῦ ἐγώ,
ποὺ
ἀναζητᾶ ἀδιάκοπα κι ἀνέλπιδα τὴν
πρωτοτυπία,
ποὺ
ἐξανδραποδίζεται στὰ παζάρια τῶν
νεωτερισμῶν,
ποὺ
καταναλώνει ἀκόρεστα τὸν κάλλιστο
κόσμο, προσπαθώντας νὰ διαιωνίση τὸ
μέσα του σκοτάδι.
‡‡ ὅταν
ἀπελπιστῆ ὁλωσδιόλου στὸ κυνήγι τῆς
πρωτοτυπίας, καταφεύγει σὲ ἕνα εἰδωλικὸ
πάγωμα τοῦ σκοταδιοῦ του, στὴν πετρωμένη
μνημειακότητα τῆς κόλασής του. (αὐτὸ
τὸ τελικὸ στάδιο τοῦ ἀστισμοῦ εἶναι
ὁ φασισμός, ἡ (ἀντι)πολιτικὴ ἐκδοχὴ
τοῦ σατανισμοῦ.)
:::
beauty
is the name we give to wonder.
——this
wonder that soothes the heart and dews the mind over her.
wonder
is a quality of a humble heart.
——the
humble heart does not know the boredom.
‡ boredom
is the condition of the bourgeois; of the proud and arbitrary self,
which
ceaselessly and hopelessly looks for fancy,
which
is being debased in the markets of novelties,
which
is consuming insatiably the most beautiful world, struggling to
perpetuate its inmost darkness.
‡‡ when
it will come in entire despair, in its quest for fancy, it resorts
into an idolatrous establishment of its darkness, into the petrified
monumentality of its hell. (this final stage of bourgeoisie is
fascism, the (anti)political version of satanism.)