28.2.11

αν/.4

η βία της ομάδας είναι ο κυρίαρχος παράγοντας ενότητας, η συνεκτική της δύναμη, η βεβαίωση της ετερότητάς της. εσωτερικά όμως αυτή η βία καθίσταται στο χρόνο διαλυτική για την ομάδα. και για να διατηρήση η ομάδα-κοινότητα την εσωτερική της τάξη η βία πρέπει να μετασχηματισθή. αυτή η μεταμόρφωση της προς τα μέσα βίας είναι ο Νόμος. στον αυτονομημένο όμως άνθρωπο αυτός ο ιδιωτικός νόμος, η εσωτερική βία της ετερότητας, βιώνεται σαν βαριά συνείδηση, σαν άπατη άβυσσος. την άβυσσο αυτή την υποστασιάζει στις σχέσεις του με τα άλλα αυτονομημένα υποκείμενα.

ϭ
“λόγον γὰρ συντελῶν καὶ συντέμνων ποίησει κύριος ἐπὶ τῆς γῆς.” [Ησ.10:23]
αυτή η γη, αυτό το ζωντανό χώμα, είναι η ανθρώπινη καρδιά. αλλά στην περίπτωση του αυτονομημένου υποκειμένου, αυτό το χώμα μένει ατέρμονα ασυντέλεστο —χώμα νεκρό, αδρανές, στέρφο:
η μελαγχολία της ύπαρξης.

:::

the violence of a group is the prevailing factor for its unity, its binding force, the affirmation of its alterity. yet, internally, this violence in the course of time becomes destructive for the group. and, in order to retain her internal order, the group-community has to amend the violence. this alteration of the internal violence is the Law. however, for the autonomised man, this private law, the internal violence of alterity, is being experienced as a heavy consciousness, as a bottomless abyss. this abyss is being hypostasized in the relations with the other autonomised subjects.

ϭ
“for the Lord will carry out his sentence upon the earth fully and without delay.” [Is.10:23]
this earth, this breathing soil, is man's heart. nevertheless, for the case of the autonomised subject, this soil remains endlessly unfulfilled —dead soil, inert, barren:
the melancholy of being.

8.2.11

αν/.3.1 : The Spiritual Animal Kingdom [on Lk.8:26-33]

στην άκρη της αβύσσου είδα να στέκονται τρεις μορφές˙ ένα γυμνό άνδρα, μια σκιά και ένα γουρούνι. μία-μία μου συστήθηκαν:
— “Είμαι ο Γερασηνός. έπαψα να είμαι άνθρωπος όταν η Λεγεών έγινε συνείδηση μου. όταν έγινα ένα κτήνος που κατανάλωνε τις επιθυμίες που αυτή μου υποδείκνυε˙ που ζούσε μέσα στα λύματα αυτής της κατανάλωσης.”
— “Είμαι η Λεγεών. οι άνθρωποι με λένε Νόμο. δεν έχω πρόσωπο. ζω μέσα τους, τρέφομαι με τη ζωή τους. είμαι το παράσιτο της καρδιάς τους. ορίζω το καλό και το κακό. είμαι το θέλημα τους.”
— “Είμαι το γουρούνι. το παλάτι της Λεγεώνας. η μαγεία της κρίσης της με έριξε στη θάλασσα της φλυαρίας των κενών συμβόλων, άφωνο, όλο θέλημα, όλο άδειο, ατελείωτα νεκρό.”

:::

I saw three figures standing at the brink of the abyss; a naked man, a shadow and a pig. one by one they introduced themselves:
— “I am Gerasene. I ceased to be a man when Legion became my consciousness. when I turn into a beast which consumed the desires she nominated to me; which was living in the excrement of that consummation.”
— “I am Legion. people call me Law. I do not have a face. I'm living in them; I'm feeding on their lives. I am their hearts' parasite. I assign the good and the evil. I am their will.”
— “I am the pig. the palace of Legion. the magic of her judgment threw me into the sea of the prattle of empty signs, mute, all will, all empty, endlessly dead.”