21.2.14

συναίρεση θανάτου [~1Κορ.13:1]

στὴν καρδιά τοῦ Νόμου ὑπάρχει μία διοικούσα ἐπιθυμία: ἡ γλωσσικὴ Τάξη. ὅπου Τάξη εἶναι ἡ ὑποταγὴ κάθε πιθανοῦ νοήματος στὸ κυρίαρχο νόημα τοῦ Νόμου· στὴν ἀπαίτησή ὅλα τὰ ὑποκείμενά τοῦ Νόμου νὰ ἀναγνωρίσουν σὰν μοναδικὰ ἔγκυρη ἐμπειρία τὴν ἐμπειρία του. πράγμα ἀδύνατον ὅσο ἡ γλώσσα ἀποκαλύπτει τὴν ἀχαλίνωτη ζωή της καὶ τὴν ἀπορητική της φύση μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, θάλλοντας διαρκῶς νέους διαλεκτικοὺς τρόπους νὰ φωτίζουν τὴν ἐμπειρία τῆς ἐλευθερίας τῆς ὕπαρξης.
διαρκὴς λοιπὸν στόχος τοῦ Νόμου εἶναι νὰ ἐγκαθιδρύση στὸ κέντρο τοῦ Κράτους του μία καὶ μοναδικὴ καὶ ἀδιαμφισβήτητη διάλεκτο——μία ἑνογλωσσία. μιὰ τέτοια διάλεκτος εἶναι κατ’ ἀνάγκη μιὰ παγωμένη διάλεκτος, μιὰ πετρωμένη συναίρεση· καὶ σὰν τέτοια, μιὰ διάλεκτος ποὺ ἀρνεῖται τὴν προσωπικὴ ἐμπειρία, τὴν δυνατότητα τῆς ἐμπειρίας ἐντέλει.
αὐτὸς εἶναι ὁ θάνατος. ἕνας θάνατος ποὺ διοικεῖ τὸν ἰστὸ τῶν σχέσεων τοῦ πλήθους. (πλήθους ἐμβίων πολιτικῶν ὑποκειμένων——ἕνας θάνατος εἰρωνικός.) ἡ φυσικὴ πολυειδία αὐτῶν τῶν σχέσων, ὑποταγμένη στὴν μονοσήμαντη ἀνοησία τῆς γλωσσικῆς Τάξης, δίνει στὶς ὁμιλοῦσες πολιτικὲς μονάδες τὴν ψευδαίσθηση τῆς πολιτικῆς δυνατότητας· δικαιώνει τὴν κενὴ ἐλπίδα τῆς κυριαρχίας. ὅμως, σὲ αὐτὴν τὴν πόλη-φάντασμα, τελικὸς καὶ μοναδικὸς κυρίαρχος δὲν μπορεῖ εἶναι κάποιο πρόσωπο ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἀειδὴς Νόμος. δηλαδὴ ὁ θάνατος.

:::


at the heart of the Law it lies a single governing desire: the linguistic Order. where Order is the subjugation of every potential meaning under the Law’s ruling meaning; under the demand that everyone subjected to the Law has to recognize Law’s experience as the only valid experience. this is impossible as long as language reveals her uninhibited life and her aporetic nature into the hearts of people, by her endlessly bloomming of new dialect modes which disclose the experience of the existence’s freedom.
therefore, continuous aim of the Law is to establish at the center of its State a single and uncontested dialect. inevitably, such a dialect is a frozen dialect, a petrified unification; and as such, it is a dialect which denies the personal experience, the potentiality of experience finally. 
this is death. a death which governs the public’s net of relations. (a public of alive political subjects——an ironic death.) the natural diversity of forms of these relations, subjugated to monadic folly of this linguistic Order, gives to the talking political units the illusion of political potentiality; it justifies the empty hope of dominion. nevertheless, in this ghost city, the ultimate lord and king cannot be any person but this faceless Law. that is death.