11.11.11

Be-liar.2


Death wants only one thing: dominion, total dominion.
Death exists only as dominion, and dominion can be only as an all-pervasive, all-mighty lie.
but lie is what is not; hence lie is all-weak, what is all-futile.
so, they who seek power and dominion are the totally weak who want to control in order to be; but they cannot truely be since their being is all-lie, and as such they are dead, and their work is death.

:::

ὁ Θάνατος ἐπιζητᾶ μόνο ἕνα: κυριαρχία ἀπόλυτη.
ὁ Θάνατος ὑπάρχει μόνο σὰν κυριαρχία κι αὐτὴ μπορεῖ νὰ συμβαίνη μόνο σὰν ἕνα ψεῦδος ποὺ διαπερνᾶ τὰ πάντα καὶ ἰσχύει πάντων.
ὅμως τὸ ψεῦδος εἶναι ὅ,τι δὲν εἶναι· καὶ ἔτσι τὸ ψεῦδος εἶναι ὅ,τι κατὰ πάντα ἀνίσχυρο, ὅ,τι κατὰ πάντα μάταιο.
συνακόλουθα, ὅσοι ἐπιζητοῦν ἐξουσία καὶ κυριαρχία εἶναι οἱ καθολικὰ ἀνίσχυροι ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ἐλέγξουν ὥστε νὰ ὑπάρξουν· ὅμως δὲν μποροῦν ἀληθινὰ νὰ εἶναι καθὼς ἡ φύση τους εἶναι ὅλη ψεῦδος, καὶ σὰν τέτοιοι εἶναι νεκροί, καὶ τὰ ἔργα τους εἶναι θάνατος.

5.11.11

Be-liar


στὴν καρδιὰ τοῦ κυβερνᾶν βρίσκεται τὸ ψεῦδος·
ὄχι ἁπλᾶ σὰν κυβερνητικὴ πρακτικὴ ἢ συμπεριφορὰ ἀλλὰ σὰν οὐσία, σὰν ὑπαρξιακὴ προϋπόθεση τῆς ἐξουσίας πάνω στὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ πράγματα. ἡ κυβερνησία θεμελιώνεται στὸ οὐσιαστικὸ ψεῦδος ὅτι ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ φύση ἔχουν ἀνάγκη διακυβέρνησης, ἄλλως εἶναι χαμένοι. ὅλη της ἡ ἐνέργεια καταναλώνεται στὸ νὰ βεβαιώνει συνεχῶς αὐτὸ τὸ δόγμα καὶ νὰ διασφαλίζει τὴν ἐξάπλωση καὶ τὴν ἐπιβίωσή του στὶς συνειδήσεις τῶν ὑπηκόων της. γιατὶ τὸ ψεῦδος, ἂν καὶ κενὸ τὸ ἴδιο, ἀποχτᾶ βάρος μὲ τὴν λαφυραγώγηση τοῦ βάρους τῶν συνειδήσεων ὅπου αὐτὸ ἔχει ἐγκατασταθεῖ.
  εἰδικὰ στὶς μέρες μας, ποὺ ὁ ἐξουσιαστικὸς πολιτισμὸς ἔχει ξεπέσει σὲ ἁπλὸ ἀπείκασμα τῆς μονεταριστικῆς ἀγορᾶς, αὐτὸ τὸ ψεῦδος ἔχει βαθύνει ἀπροσμέτρητα καθὼς στὴν καρδιά του δρᾶ τὸ μέγα ψεῦδος: τὸ νόμισμα –τὸ μή ὂν ποὺ ἀξιώνει νὰ ἀνταλλάξη ὅλα τὰ ὀνόματα (τῶν ὄντων) μὲ τὴν (αὐθαίρετη) τιμή τους.

:::

at the heart of governing stands the lie;
not simply as a governing practice or behavior but rather as the essence, the substantial [pre]condition for the authority over man and things. governing is founded over the original fable that man and nature need being ruled; otherwise they will be lost. governance’s whole activity is spent to confirm continually this dogma and to secure the expansion and continuation of it in the consciousnesses of her subjects. since the lie, though empty itself, acquires weight by plundering the weight of the consciousnesses where it has been sat upon.
  particularly nowadays, when the authoritative civilization has ended up into a plane effigy of the monetary market, this lie has deepened fathomlessly since in its core it is acting the great lie: money –the non-being which demands to exchange all the names (of beings) with their (arbitrary) value.

25.5.11

ƑƑƑ.4

τεχνολόγοι
ταριχευτές
φυλακώνουν τὸ μέσα τους ζωντανό
τὸ κατατέμνουν
τὸ ξαναρράβουν σέ χίμαιρα
τὸ ἐκτρέφουν μ' ἁλάτι καὶ ξύδι
τὸ ντύνουν μὲ πετσὶ κοκαλωμένο
τ' ὀνομάζουν Ἀθανασία ἢ Γνώση ἢ Ἀέναο Τέλος
τὸ ὑψώνουν εἴδωλο ἄφωνο στὸ σκοτεινό του βάθρο
τὸ ὑμνοῦν μὲ ὀνόματα βλασφημίας

ἀποχωροῦν στὸ οὐρλιαχτό

:::

technologists
taxidermists
imprison their inner living thing
they cut it up
they sew it again into a chimaera
they breed it with salt and vinegar
they dress it with ossified skin
they name it Immortality or Knowledge or Endless End
they raise it as dumb idol on its murky pedestal
they praise it with blasphemous names

they are leaving for the howl

19.5.11

ƑƑƑ.3

τὰ φιλιά τους εἶναι κατασπαραγμός
τὸ χάδι τους μαχαίρωμα
ζοῦνε τὴν ἔκσταση τῆς ἀποσάρθρωσης
μασκαρεμένα βατράχια σὲ σάπιο ἕλος
χορεύουνε τὴν βακχεία τῆς ὑπερηφάνειας
λατρεύοντας τὸν Μέγα Βάτραχο τῆς ἀκαθαρσίας
τὸν μεγάλο ὑπερήφανο
μ' ἕναν ἀπόλυτο πόθο: νὰ σβήσουν τελικὰ τὰ πρόσωπά τους

:::

their kisses are laceration
their caress is stabbing
they are living into the ecstasy of decay
masqueraded frogs in a rotten mire
they are dancing the bacchanalia of pride
worshiping the Great Toad of filth
the great proud
with an absolute desire: to die out finally their faces

14.5.11

ƑƑƑ.2

it will give food
but it will be foul
full of filth
there is no life in it
there is no freedom after it
only darkness
upon the eyes whose will taste it
only darkness
and swollen tongues
unable to cry out

:::

θὰ δώση τροφή
μὰ θἄναι χαλασμένη
γεμάτη ἀκαθαρσία
δὲν ὑπάρχει ζωὴ σ' αὐτήν
δὲν ὑπάρχει ἐλευθερία μετὰ ἀπὸ αὐτήν
μόνο σκότος
στὰ μάτια ὅσων τὴν γευτοῦν
μόνο σκότος
καὶ πρησμένες γλῶσσες
ἀνίκανες νὰ φωνάξουν

2.5.11

ƑƑƑ

they are seeking for [total] freedom by looking [in]to the future (which does not exist) with the chimera of capturing the being in it. so, the presence remains endlessly unfulfilled, since its fulfillment is lurking in the [coming] end of the future. an end which is forever present in/through the anxiety of being: the agony of freedom as accomplishment [of its image]. therefore, the future they are looking for is not only non-existed; it is, after all, really denied —it is a phantom: the death as endlessly present/frozen.

:::

ἀποζητοῦν τὴν [ἀπόλυτη] ἐλευθερία μὲ τὸ νὰ διώκουν στὸ μέλλον (ποὺ δὲν ὑπάρχει) τὴν χίμαιρα τῆς κυριαρχίας στὴν ὕπαρξη-ζωὴ μέσα του. ἔτσι, τὸ παρὸν παραμένει ἀτέρμονα ἀσυντέλεστο, καθὼς τὸ πλήρωμά του καραδοκεῖ στὸ [ἐρχόμενο] τέλος τοῦ μέλλοντος. ἕνα τέλος ποὺ διαρκῶς εἶναι παρὸν στὴν ἀγχόνη τῆς ὕπαρξης: ἡ ἀγωνία τῆς ἐλευθερίας σὰν πλήρωμα [τῆς εἰκόνας της]. ἔτσι, τὸ μέλλον ποὺ ἀποζητοῦν δὲν εἶναι μόνον ἀνύπαρχτο, εἶναι τελεσίδικα ἀρνημένο —ἕνα φάντασμα: ὁ θάνατος σὰν ἀτελείωτα παρών/παγωμένος.

29.4.11

Babel's bankruptcy

οι ιδιωτικές γλώσσες των σκλάβων της βασιλείας στόμωσαν μέσα στον κουρνιαχτό της αγοράς τους.
η λάσπη που έχτιζε τον πύργο—το νόμισμα του άρχοντα των λογισμών τους—κούφωσε κάτω από τον ήλιο.
ο πύργος έγινε η χτισμένη άβυσσος, ο λαβύρινθος που έκρυψε από τα μάτια των χτιστάδων τον ουρανό που κάποτε αψήφισαν.
ένας σεισμός θα ολοκληρώση το τέλος του ψέματος, το ξεφύσημα της γης που της πλακώνει το στήθος το βάρος της ακαθαρσίας του.
γένοιτο, γένοιτο.

:::

the individual tongues of kingdom's slaves have been hushed in the humming dust of their market.
the mud which was building the tower—the currency of their thoughts' master—hollowed out under the sun.
the tower became the built abyss; the maze which veiled from builders' eyes the sky once they challenged it.
an earthquake will complete the end of this guile; a snort of earth, whose chest is buried by the burden of this filth.
amen,amen.

1.3.11

αν/.5 [on Rom.7:5]

ο ουροβόρος όφις
οι ιδιωτικές επιθυμίες συγκροτούνται σε συλλογικό φαντασιακό. αυτό υποστασιάζεται σε Νόμο. ο Νόμος είναι η μηχανή που χαλκεύει τις συνειδήσεις, τις μήτρες των ιδιωτικών επιθυμιών.

:::

the tail-eating serpent
private desires are constituted into collective imaginary. this is hypostasized as Law. the Law is the machine which fabricates consciousnesses, the matrices of private desires.

28.2.11

αν/.4

η βία της ομάδας είναι ο κυρίαρχος παράγοντας ενότητας, η συνεκτική της δύναμη, η βεβαίωση της ετερότητάς της. εσωτερικά όμως αυτή η βία καθίσταται στο χρόνο διαλυτική για την ομάδα. και για να διατηρήση η ομάδα-κοινότητα την εσωτερική της τάξη η βία πρέπει να μετασχηματισθή. αυτή η μεταμόρφωση της προς τα μέσα βίας είναι ο Νόμος. στον αυτονομημένο όμως άνθρωπο αυτός ο ιδιωτικός νόμος, η εσωτερική βία της ετερότητας, βιώνεται σαν βαριά συνείδηση, σαν άπατη άβυσσος. την άβυσσο αυτή την υποστασιάζει στις σχέσεις του με τα άλλα αυτονομημένα υποκείμενα.

ϭ
“λόγον γὰρ συντελῶν καὶ συντέμνων ποίησει κύριος ἐπὶ τῆς γῆς.” [Ησ.10:23]
αυτή η γη, αυτό το ζωντανό χώμα, είναι η ανθρώπινη καρδιά. αλλά στην περίπτωση του αυτονομημένου υποκειμένου, αυτό το χώμα μένει ατέρμονα ασυντέλεστο —χώμα νεκρό, αδρανές, στέρφο:
η μελαγχολία της ύπαρξης.

:::

the violence of a group is the prevailing factor for its unity, its binding force, the affirmation of its alterity. yet, internally, this violence in the course of time becomes destructive for the group. and, in order to retain her internal order, the group-community has to amend the violence. this alteration of the internal violence is the Law. however, for the autonomised man, this private law, the internal violence of alterity, is being experienced as a heavy consciousness, as a bottomless abyss. this abyss is being hypostasized in the relations with the other autonomised subjects.

ϭ
“for the Lord will carry out his sentence upon the earth fully and without delay.” [Is.10:23]
this earth, this breathing soil, is man's heart. nevertheless, for the case of the autonomised subject, this soil remains endlessly unfulfilled —dead soil, inert, barren:
the melancholy of being.

8.2.11

αν/.3.1 : The Spiritual Animal Kingdom [on Lk.8:26-33]

στην άκρη της αβύσσου είδα να στέκονται τρεις μορφές˙ ένα γυμνό άνδρα, μια σκιά και ένα γουρούνι. μία-μία μου συστήθηκαν:
— “Είμαι ο Γερασηνός. έπαψα να είμαι άνθρωπος όταν η Λεγεών έγινε συνείδηση μου. όταν έγινα ένα κτήνος που κατανάλωνε τις επιθυμίες που αυτή μου υποδείκνυε˙ που ζούσε μέσα στα λύματα αυτής της κατανάλωσης.”
— “Είμαι η Λεγεών. οι άνθρωποι με λένε Νόμο. δεν έχω πρόσωπο. ζω μέσα τους, τρέφομαι με τη ζωή τους. είμαι το παράσιτο της καρδιάς τους. ορίζω το καλό και το κακό. είμαι το θέλημα τους.”
— “Είμαι το γουρούνι. το παλάτι της Λεγεώνας. η μαγεία της κρίσης της με έριξε στη θάλασσα της φλυαρίας των κενών συμβόλων, άφωνο, όλο θέλημα, όλο άδειο, ατελείωτα νεκρό.”

:::

I saw three figures standing at the brink of the abyss; a naked man, a shadow and a pig. one by one they introduced themselves:
— “I am Gerasene. I ceased to be a man when Legion became my consciousness. when I turn into a beast which consumed the desires she nominated to me; which was living in the excrement of that consummation.”
— “I am Legion. people call me Law. I do not have a face. I'm living in them; I'm feeding on their lives. I am their hearts' parasite. I assign the good and the evil. I am their will.”
— “I am the pig. the palace of Legion. the magic of her judgment threw me into the sea of the prattle of empty signs, mute, all will, all empty, endlessly dead.”

3.1.11

αν/.3

ο Νόμος, ο Νόμος, ο Νόμος.
ο Νόμος είμαι Εγώ.
Εγώ ανέβηκα στο ράφι του πολυκαταστήματος τον Οκτώβρη, πουλήθηκα στις γιορτές, μπήκα στις εκπτώσεις το Γενάρη, αποσύρθηκα και ανακυκλώθηκα την Άνοιξη.
οι επιθυμίες μου διαφημίστηκαν σε όλες τις οθόνες.
οι επιθυμίες μου είναι πάντα φρέσκιες, πάντα νωπές.
οι επιθυμίες μου είμαι Εγώ, ο Νόμος.
ο Νόμος είμαι άδειος —χωρώ τα πάντα, αδειάζω τα πάντα.

:::

the Law, the Law, the Law.
the Law is Me.
I was put on the shelf in October; I was sold during the feast; I was withdrawn and recycled in Springtime.
my desires were advertised in every screen.
my desires are always fresh and crisp.
my desires is Me, the Law.
the Law am empty –I contain everything; I discharge anything.