ἡ
συνείδηση ἀναγνωρίζει ἑαυτὴν σὰν
μοναξιά.
ὁ
λόγος ὑπάρχει μόνο σὰν διάλογος· σὰν
φῶς
—ἄλλοτε θερμὸ κι ἄλλοτε ψυχρό,
ἀλλὰ πάντα ἀποκαλυπτικό·
ἄλλως,
εἶναι μόνο ἠχώ, ποὺ ἡ ἐπιστροφή της
τυρεύει τὸ σκοτάδι τῆς μοναξιᾶς τῆς
συνείδησης.
ὁ
ὑπερήφανος νοῦς, μὲ ὑλικὸ τὸ πηγμένο
σκοτάδι τῆς βουβῆς του φαντασίας,
χτίζει ἕναν ἀνεστραμμένο πύργο, χωρὶς
παραθύρια καὶ πόρτες, μὲ τοὺς τοίχους
του γεμάτους σκοτεινοὺς καθρέφτες.
οἱ
καθρέφτες αὐτοὶ εἶναι ἀντηχεῖα ποὺ
κραυγάζουν τὸν τρόμο του γιὰ κάθετὶ
ἔξω ἀπὸ τοὺς τοίχους τοῦ πύργου, καθὼς
αὐτὸς βυθίζεται ἀπὸ ἄβυσσο σὲ ἄβυσσο.
ἀντίθετα·
ὁ ταπεινὸς νοῦς εἶναι ὅλος ἕνας
παιδικὸς διάλογος μὲ κάθετί. ὅλος φῶς,
μέσα κι ἔξω:
προσλαμβάνει φῶς καὶ
ἀντανακλᾶ φῶς· φωτίζεται διαρκῶς καὶ
φωτίζει ὅ,τι διαλέγεται μαζί του.
ἀνάμεσα
στὰ δύο, ὅ,τι μένει, εἶναι κενὴ δόξα
καὶ δειλία. ἀλλὰ καὶ δυνατότητα
πολλή:
ἡ βαρκούλα τῆς ἐπιθυμίας ποὺ
τραμπαλίζεται στὴν φουσκοθαλασσιὰ
τῆς διάρκειας.