אָדָם
1.
χῶμα εἶναι ἡ ἀντώνυμη λέξη γιὰ τὴν ἰδέα.
κατ' ἀκρίβεια,
ἡ ἰδέα εἶναι ἡ καίρια ἄρνηση τοῦ χώματος σὰν θεμέλιο τῆς ἐμπειρίας τῆς ὕπαρξης,
μιὰ ἑρμηνεία ποὺ [θέλει νὰ] αὐτονομεῖται γινόμενη ἡ ἴδια ἀντικείμενο τῆς διαδικασίας της-
μιὰ διαρκὴς ἀνταρσύα ἐνάντια στὶς αἰσθήσεις,
ποὺ παρενδύεται τὸ ὑπερβατικό.
2.
τὸ χῶμα εἶναι ἡ θεμελιώδης προϋπόθεση ποὺ ἐπιτρέπει στὸν λόγο νὰ δημιουργῆ μεταφορές,
νὰ γίνεται κοινός λόγος.
ἀντίθετα,
ἡ ἰδέα -ἡ ἀνταρσύα τοῦ νοῦ- ἀκυρώνει αὐτὴν τὴν δυνατότητα καὶ ἀποστερεῖ τὸν λόγο τῆς διαλεκτικῆς καὶ δημιουργικῆς του ποιότητας·
ἀποστερεῖ τὸν λόγο τῆς ἰδιότητάς του νὰ δίνη σχῆμα στὴν ἀγάπη καὶ νὰ τὴν ἱστορῆ.
χῶμα εἶναι ἡ ἀντώνυμη λέξη γιὰ τὴν ἰδέα.
κατ' ἀκρίβεια,
ἡ ἰδέα εἶναι ἡ καίρια ἄρνηση τοῦ χώματος σὰν θεμέλιο τῆς ἐμπειρίας τῆς ὕπαρξης,
μιὰ ἑρμηνεία ποὺ [θέλει νὰ] αὐτονομεῖται γινόμενη ἡ ἴδια ἀντικείμενο τῆς διαδικασίας της-
μιὰ διαρκὴς ἀνταρσύα ἐνάντια στὶς αἰσθήσεις,
ποὺ παρενδύεται τὸ ὑπερβατικό.
2.
τὸ χῶμα εἶναι ἡ θεμελιώδης προϋπόθεση ποὺ ἐπιτρέπει στὸν λόγο νὰ δημιουργῆ μεταφορές,
νὰ γίνεται κοινός λόγος.
ἀντίθετα,
ἡ ἰδέα -ἡ ἀνταρσύα τοῦ νοῦ- ἀκυρώνει αὐτὴν τὴν δυνατότητα καὶ ἀποστερεῖ τὸν λόγο τῆς διαλεκτικῆς καὶ δημιουργικῆς του ποιότητας·
ἀποστερεῖ τὸν λόγο τῆς ἰδιότητάς του νὰ δίνη σχῆμα στὴν ἀγάπη καὶ νὰ τὴν ἱστορῆ.