22.11.10

αν/.2 (~historicism.4)

ο,τι ο Νόμος προσπαθή είναι να ιδρύση κοινές έννοιες
με μέσον του το λόγο του οποίου η αδυναμία να σαρκώση νοήματα είναι ουσιαστικό του ιδίωμα
έτσι ο Νόμος αποκαλύπτεται σαν διαστροφή της λογικότητας
όπου λογικότητα η ανοιχτότητα της κοινωνίας των προσώπων
έτσι η τάξη που φέρει ο Νόμος ιδρύει την αταξία των σχέσεων

:::

what Law aspires is to constitute universals
by means of language whose inability to embody concepts is its trait
so Law is being reveled as wryness of logos
whereas logos is the openness of personal relations
so the order Law bears founds the disorder of relations

19.11.10

αν/

ο Μωϋσής νομοθετεί —με βία υπερφυσική— η πηγή όμως του Νόμου, η νομιμοποίησή του, δεν βρίσκεται στην αυθαίρετη κρίση-θέλημά του. προηγήθηκαν σαράντα χρόνια νηστείας, αποχής από την εξουσία της Αιγύπτου, το θρόνο της γνώσης, το βασίλειο της αυθαίρετης ερμηνείας των πραγμάτων. η ρίζα του Νόμου ήταν μια αποκάλυψη: η αποκάλυψη της ακατάλυτης ύπαρξης-ζωής. (και όχι η παράδοση των εντολών.)
αυτό ήταν το πρώτο στάδιο —ο Νόμος σαν μοναδικό νόημα ζωής, πέρα από κάθε τάξη διάρκειας.
στο δεύτερο στάδιο, η ίδια η πηγή του Νόμου αναστρέφει τη βία εις Εαυτόν. εδώ το τέλος του Νόμου: η εντολή της αγάπης χωρίς όρια —ο Σταυρός.

:::

Moses legislates –with a supernatural violence— still the source of Law, its justification, it's not found at his arbitrary judgment-will. forty years of fasting receded; abstinence from the power of Egypt, the throne of knowledge, the kingdom of absolute evaluation of things. the root of Law was a revelation: the revelation of the imperishable being-life. (and not the delivery of commandments.)
this was the first stage –Law as the only substance of life, beyond any order of duration.
at the second stage, the source of Law itself turns the violence back to Himself. here the end of Law: the commandment of love without limits –the Cross.