29.6.07

τέσσερις φορές εφτά συν μία

γιατί των πουλιών η δόξα
δεν κόβει την θάλασσα σε φέτες νόστιμες
να ταΐση το μωρό που τόσα χρόνια σπαρταρά
στου στήθους μου τη σαρμανίτσα;

μόνο χαϊδεύει το νερό
και το χτίζει γυναίκα
άπιστη
μόνο για λίγο
κι ύστερα πάλι δροσερό
πνεύμα πυκνό, πυκνότατο,
ίσαμε του αχινού το βήμα;

27.6.07

musical nihilism

sentimentality always, and inevitably, leads to hatred; because sentimentality, as a perversion of sensibility, could be defined as one’s thirst for self-suspension by throwing oneself into the ocean of the alogia of feelings; and the most total, the most anti-human, feeling is one’s hatred for another. (that can explain our post-modern culture—a culture which, more than any other in human history, has in excess both a sentimental-musical soul and a most violent breath.)


ο συναισθηματισμός πάντα θα καταλήγη στο μίσος. γιατί αν ο συναισθηματισμός, σαν διαστροφή της αισθαντικότητας, μπορεί να περιγραφή σαν η λαχτάρα για έκλειψη του εαυτού μέσα στον ωκεανό της αλογίας των συναισθημάτων, το πιο απόλυτο, το πιο αντι-ανθρώπινο, συναίσθημα είναι το μίσος ενός για τον άλλο. (έτσι μπορεί να γίνη κατανοητή η μετά-μοντέρνα μας κατάσταση—ενός πολιτισμού που, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, χαρακτηρίζεται από μια υπερβολικά συναισθηματική-μουσική ψυχή και μια υπερβολικά βίαιη ανάσα.)

23.6.07

hairy tales

if "transcendental philosophy justifies infinite ignorance", quasi-transcendental systems of reference justify infinite imagination--re-mythologizing philosophy.
(but, these new myths come out of nothing(-ness); or, better, out of barren hearts.)

17.6.07

gardening

η νοσταλγία του Παράδεισου—νοσταλγία ενός τόπου που δεν υπήρξε, παρά μόνο σαν επιθυμία του όχι-εδώ, όχι-έτσι. άλγος επιστροφής κει που ποτέ δεν ήσουν. Παράδεισος: ο κήπος που ποτέ δεν φυτεύτηκε, κι όμως είναι ΔΩ. –νοσταλγία του απόλυτου τώρα, προβαλλόμενη σ’ ένα άπιαστο αύριο.
(το χτες: ένα ηχητικό όνειρο της νύχτας που πέρασε βουβή.)


Paradise’s homesickness—nostalgia for a place which never was; nothing but a desire for the non-here, the non-like-here. aching for return back there where never were you. Paradise: the never planted garden; yet it's HERE. –nostalgia for the absolute now, represented on a fleeting morrow.
(the past: a vocal dream in a mute night.)

11.6.07

an undelivered letter

Dear 'Lawrence',
i think you will agree that in order to hope of any realism in visual arts we first have to have an answer to epistemological problem of what is really real and how that is known to us. I do not want here neither to open an extensive discussion of that onerous (especially since Kant's time) matter, nor to jump into any final statement; but I would like to offer a point of view. Let me start:

It is quite known the controversy about the icons—the capability of depiction of Christ mainly—during the mid-Byzantine era which resulted into the 7th Ecumenical Council and destroyed Byzantine State’s unity for ever. What is not very known is the subtleties of arguments of both sides as a result that this controversy was nothing but the pick of the iceberg which was the old (and never ending) debate about the possibility of knowledge of God and the nature of man’s salvation. (In fact the whole theology of Greek Fathers from Athanasius to Gregory Palamas is nothing but an epistemologic struggle for asserting man’s potentiality of participation into God’s uncreated energy/-ies and, hence, God’s eternal life.) What recapitalized Church’s answer was Theodore Studite’s aphorism that “what is depicted in an icon [of Christ] is not [his] nature but hypostasis.” (Of course that needs a lot of discussion, since the distinction between hypostasis, or person, and nature, or substance, is a very old and fundamental issue in Greek Patristic theology which in fact it goes back to Aristotle, and, in my opinion, farther back to Greek Archaic thought; but here and now this discussion is not possible; so, i will avoid it and i will use Studite’s aphorism just as an Archimedean point.) This aphorism has a more general value for visual arts since it keeps open the possibility of a true image without, at the same time, falling into the vicious circle of trying to find a way out of total-realism’s labyrinth. To make it a bit more straightforward: Gregory of Nyssa gives a nice account about matter and perception; he says that the matter is the concurrence (out of the divine will and power) of all of matter’s features, which each-one-in-itself is nothing but a mere name or concept (PG 44, 69C), and that nature’s idiom is her state of continuous changing out of her constitution (ibid, 108A) and of her immanent creative reason [κτίσεως λόγον=reason of being] (ibid, 88D). And how can we perceive natural reality? He says, through hypostasis, which is nature’s manifestation via her specific idioms (PG 32, 328). Gregory Palamas similarly says: a substance without a distinct-from-it energy is totally non-existent [ανυπόστατος=without hypostasis] and a mere speculation of mind (Works, vol.5, 112).

So what i try to say is that the only possible and honest realism in visual arts is the depiction of what is commonly accepted as naturally idiomatic in our art’s object—that is, to create a visual name, as a real name-sign for a real think. (As W. Benjamin says, “The name is the analogue of the knowledge of the object in the object itself.”) Can we see it somewhere? Yes, it is seen in folk art, in icons, in many works among the great poets of painting (e.g. Fra Angelico, Greco, Caravaggio, Giacometti and others).
What really appals me in illusionary realism and in Lucacs’ naïve statement is their utopian will for man’s consciousness’ final dominion over nature—and every utopia, i think you will agree, is nothing but violence.

I hope i managed to give to you an idea of what i had in mind.
You have my best wishes for your “journey”.
/vassili

7.6.07

άπορος λόγος, άσπορος λόγος

είναι τόσα πολλά πια τα ντοκουμέντα που οφείλει κανείς να φέρη για να αποδείχνη το καθετί της παρουσίας του στον κόσμο (χαρτιά, διπλώματα, ταυτότητες κάθε είδους, φωτογραφίες, αποδείξεις, σφραγίδες, υπογραφές από ανθρώπους που ποτέ δεν σε γνώρισαν και που βεβαιώνουν την αλήθεια του ονόματος σου), που πια δεν λένε τίποτα, δεν φανερώνουν καμμιά χειροπιαστή αλήθεια, και, το χειρότερο, κάναν κι αυτόν τον λόγο, τον 'λόγο της τιμής', άτιμο. ο άνομος αυτός κόσμος--μια γιγάντια συλλογικότητα ακυβέρνητη στην πολυνομία της, μια πολυνομία που δεν αντλεί από πουθενά την νομιμότητα της κι απλά αναπαράγεται σαν γραφειοκρατική αμοιβάδα--δεν μπορούσε παρά να καταλήξη σε άλογο σύμπαν--μια πληθώρα λεκτικών εκφράσεων που δεν λένε και δεν εκφράζουν τίποτα, εκτός από αυτό το τίποτα. κι αν η ανομία καταλήγη στην αλογία, τότε η αλογία που καταλήγει; (και δεν μιλώ για την βία, γιατί αυτή ήταν παρούσα απ' την αρχή.)

"εαν δε το αλας μωρανθηι, εν τινι αλισθησεται;" (Μαθ.5:13)


there are so many the documents somebody has to carry in order to prove the little anything of his presence in that world, that they are saying nothing--they are manifesting none palpable truth--and, the worst of all, they made even word valueless--a word without honour.
that world of anomy--a giant collectivity, adrift in its over-legislation, an over-legislation which derives its legality from nowhere and simply is re-produced like a bureacratic amoeba--could not result in anything else except alogy--a profusion of lectic forms which say nothing, nothing but that nothing.
and if anomy ends in alogy, then, where does alogy end? (and here i do not mean violence, since it was here from the begining.)

3.6.07

one day

this day,
a year ago, two friends departed for ever;
five years ago, an old man fell in a library;
twenty seven years ago, a sparrow found a crumb under my chair in the garden behind the house;
seventy nine years ago, a girl fell in love for first and last time in her life;
one hundred eighty seven years ago, a bayonet knew the warmth of young man's bowels;
seven hundred forty three years ago, a bit of bread was dipped into a glass of wine and a laugh filled the dim air of a room;
one thousand nine hundred ninety two years ago, young Jesus kissed a lost tortoise;
further back, the poet jumped into the volcano's mouth, the mariner saw the star falling into the waters, the mother made pancakes, the baby cried, the baby laughed, the Father rejoiced;
day one

2.6.07

το γραφτό

ένα έργο χτισμένο με λόγο αφηρημένο δεν μπορεί νάναι οικουμενικό--οι ηθικές, οι γενικεύσεις και τα ψιλά νοήματα αφορούν μόνο τον γονιό τους (κι αυτόν συνήθως μόνο για μια στιγμή). μόνο ένα χτισμένο με εικόνες κοινές μπορεί νάναι τέτοιο. και τέτοιες εικόνες είναι δυο λογιώ: πρώτο, όσες ανακαλούν την κοινή αισθητή εμπειρία, που, θάλεγα, οικοδομούν τον λαϊκό λόγο--βλέπε τις μεταφορές στον Ομηρο, τις παραβολές του Χριστού, τα γραφτά του Montaigne, κι άλλα, κι άλλα. (αυτός είναι ένας κόσμος εμπειρικής βεβαιότητας, κλειστός αλλά και όμορφος, δροσερός.) δεύτερο, όσες φωτίζουν το μέσα κοινό, το πάντα απερίγραφτο, το ριζιμιό--βλέπε τους μύθους που ακουμπάνε στο παράλογο, τους μονολόγους του Ευριπίδη ή τις ψευδο-χασιδικές ιστορίες του Kafka. (αυτός είναι ο κόσμος της απορίας, σκοτεινός κι ορθάνοιχτος, όλος συνειδησιακό βάρος.) οι πρώτες αν και παγκόσμιες αφήνουν έξω λίγους, οι δεύτερες αν και απόλυτα κοινές λίγους νοιάζουν. η μαστοριά είναι στο ζύμωμα--ούτε πολλή απορία, που καταντά μυστικισμός, ούτε πολλή βεβαιότητα, που σκληραίνει καρδιά και πνεύμα.

prodigal Sun

Sun is grazing his salty urchins
Sun is licking cliffs' salty icing
Sun is breaking grass' salty song

A body tired of loving
Has left itself
Into salty waters
Vain waters--
Watery fullness
Empty peace

ανθρωπος, ωσει χορτος αι ημεραι αυτου,
ωσει ανθος του αγρου ουτως εξανθησει (Ps.103:15)