25.12.09

return.7

όταν η αποσάρκωση του ανθρώπινου λόγου σε αφηρημένο αυθαίρετο νόημα κάνει την συμμετοχή αδύνατη εισάγοντας την βία στον κόσμο,
η ενσάρκωση του Λόγου δίνει στην συμμετοχή τις άπειρες διαστάσεις της πραγματικότητας, που η εμπειρία χωρίς φθορά κάνει πραγματική κάθε στιγμή που αυτή ανοίγεται στα πράγματα

Εν αρχηι ην ο λογος,...
εν αυτωι ζωη ην, και η ζωη εγενετο το φως των ανθρωπων·...
Ην το φως το αληθινον, ο φωτιζει παντα ανθρωπον, ερχομενον εις τον κοσμον...
Και ο λογος σαρξ εγενετο και εσκηνωσεν εν ημιν, και εθεασαμεθα την δοξαν αυτου
” [Ιω.1:1,4,9,14]

:::

when de-carnation of human language-logos into abstract arbitrary concept makes participation impossible and, thus, introduces the violence into the world,
Logos' incarnation gives to participation the innumerable dimensions of reality, which the without-decay-experience makes real every time she opens herself to real things

In the beginning was the Word,...
In him was life; and the life was the light of men...
That was the true Light, which lighteth every man that cometh into the world...
And the Word was made flesh, and dwelt among us, and we beheld his glory
” [Jn.1:1,4,9,14]

23.12.09

return.6.2 [on 2Pe.1:4]

μετέχοντας, η χωμάτινη καρδιά γίνεται διάφανη και διαπερνά το σύμπαν των πραγμάτων—ο χρόνος γίνεται ένα ατελεύτητο παρόν—κι αυτό είναι δυνατό μόνο όταν η επιθυμία συντονίζεται με την αλήθεια των πραγμάτων

όταν η επιθυμία αποζητά το αφηρημένο είδωλο της αυτάρκειάς της, η ιδέα διαστρέφει το φώς της αλήθειας σε λάσπη μοναξιάς, η καρδιά γίνεται μιά πέτρα που κυλώντας λιώνει το καθετί, κι ο χρόνος είναι μόνο διάλυση

:::

participating, the earthen heart becomes transparent and runs through the universe of things—time becomes an endless now—and this is possible only when desire attunes with the truth of thimgs

when desire is after the abstract idol of her self-assertion, idea distorts the light of truth into a mud of loneliness,heart becomes a stone which crushes anything in her tumbling, and time is only dissolution

21.12.09

return.6.1

η βούληση είναι πάντα λόγος·
και αυτός ο λόγος είναι είτε βία πάνω στη φύση των πραγμάτων
—ο ψευδής λόγος της κυριαρχίας—
είτε μετοχή στην αλήθεια των πραγμάτων
—ο κοινός λόγος της ειρήνης—.
ο πρώτος ομιλεί ονόματα που διαστρέφουν την εικόνα,
ο δεύτερος ομιλεί ονόματα που επιστρέφουν στην εικόνα.

:::

volition always is language;
and this language is either violence over the nature of things
—the false language of dominion—
or partcipation in the truth of things
—the common language of peace—.
the former speaks names which distort the image,
the latter speaks names which return to image.

17.12.09

grafting—return.6 [on Rom.11:17]

η μετοχή μεταλλάσει την λογική φύση του μετέχοντος.
ότι η μετοχή μόνο λογική μπορεί να είναι—
πα' να πη, στην σφαίρα της αυτεπίγνωσης
...
στη σφαίρα της βούλησης

:::

participation translates the linguistic nature of the participant
'cause partcipation can be only linguistic—
that is, in the order of self-awareness
...
in the order of volition

11.12.09

return.5 [on Eph.4:13-5]

ο Νόμος ερμηνεύει την συμμετοχή παγώνοντας την εμπειρία σε σύστημα σχέσεων
και έτσι εισάγει μια νέα “συμμετοχή”
—μια πλαστή εμπειρία και, συνεκδοχικά, μια πλαστή συνείδηση.
αυτή είναι η βία του συστηματικού λόγου,
η 'κυβεια των ανθρωπων'.

η ανοιχτή συμμετοχή στην αλήθεια των πραγμάτων φέρνει 'εις ανδρα τελειον' τον μέσα λογικό νόμο σε αντινομική σχέση με την βία του Νόμου.
αυτό είναι το πάθος του αλμυρού λόγου, του 'αληθεύοντος εν αγάπη'.

:::

Law interprets participation by freezing experience into a system of relations
and thus it introduces a new “participation”
—a false experience and, synecdochically, a false consciousness.
this is the violence of systematic language,
'the sleight of men'.

open participation to the truth of things brings the inner linguistic law 'unto a perfect man', in an antinomian correlation with the violence of Law.
this is the pathos of the salty language, which is 'being true in love'.

5.12.09

return.4.1.2

η συμμετοχή είναι πόνος
γιατί βγάζει τον άνθρωπο από το κλειστό φαντασιακό του είδωλο
από τό σκοτάδι της αυτοαναφορικότητας, όπου το εγώ μέσω του πλαστού λόγου είναι “άλλος”, στο φως.
η συμμετοχή είναι χαρά
γιατί ανοίγει τον άνθρωπο στο φως
στο φως του αληθούς κοινού λόγου, όπου το κάθε άλλο είναι εγώ.

:::

participation is pain
'cause it gets man out of his exclusive imaginary idol
out of the murk of self-refering, where the self through spurious language is “other”, to light.
participation is bliss
'cause it opens man to light
the light of true common language, where every other is self.

3.12.09

return.4.1.1 [on Mt.6:23b]

as long as language stays on truth is light
and makes things visible
if not (when language prates concepts)
it is darkness
and makes experience impossible

:::

όσο ο λόγος στέκεται στην αλήθεια είναι φως
και κάνει τα πράγματα ορατά
αλλιώς (όταν ο λόγος φλυαρεί έννοιες)
είναι σκότος
και κάνει την εμπειρία αδύνατη

1.12.09

return.4.1

light makes language doable
language makes light visible

language is light's form

:::

το φως κάνει τον λόγο δυνατό
ο λόγος κάνει το φως ορατό

ο λόγος είναι η μορφή του φωτός

29.11.09

hiatus

δεν γνωρίζω άλλο πιο σιωπηλό πράγμα από το σκαμμένο χώμα
και δεν είδα άλλο πιο φορτωμένο ιστορίες απ'αυτό.
όσο πιο βαθύ τόσο πιο σιωπηλό
όσο πιο απάτητο τόσο πιο σοφό

:::

i do not know other more silent thing but digged soil
and i have not seen other more charged with stories but this.
the deeper the more silent
the more untrodden the wiser.

22.11.09

return.4 [on Mt.6:22-3 & 1Jn.1:5b-7a]

μετέχοντας σ'αυτό που δεν μπορώ να δω μπορώ και βλέπω
κι έτσι μπορώ να μιλώ
κι έτσι υπάρχω σε σχέση
κι αν αυτή η σχέση είναι αληθινή —αγάπη—
μπορώ να υπάρχω σαν αυτό που δεν μπορώ να δω

:::

participating in what i cannot see i can see
and so i can speak
and so i exist in relation
and if this relation is true —love—
i can be as this i cannot see

11.11.09

return.3 [on 1Cor.8:1b-3]

what blanks out participation
—the incoclusive (yet inclusive) love—
is the conclusive Wissenschaft; the public folly.
...
the absolute knowledge is the root of this individual mourning we call consumerism:
the end of experience in an endless sea of empty Now.

:::

ό,τι ακυρώνει την δυνατότητα της μετοχής
—την ά[κατα]ληκτη (μα περιχωρητική) αγάπη—
είναι η καταληκτική Επιστημοσύνη· η δημόσια άνοια.
...
η απόλυτη γνώση είναι η ρίζα αυτού του ιδιωτικού θρήνου που ονομάζουμε καταναλωτισμό:
το τέλος της εμπειρίας μέσα στην ατελέσφορη θάλασσα του άδειου Τώρα.

7.11.09

return.2.2 [on Lk.23:42]

η μνήμη αφορά το παρόν
και αυτό το παρόν δεν υπάρχει παρά μόνο σαν μετοχή.
το αμέτοχο άτομο—το αυτοπροσδιοριζόμενο υποκείμενο—είναι μια πέτρα που βυθίζεται στην άβυσσο της λήθης.
η λήθη είναι η ουσία του.

:::

remembrance touches the present
and this present does not exist but as participation.
the solitary individual—the self-asserted subject—is a stone sinking into the abyss of oblivion.
oblivion is its substance.

3.11.09

return.2.1

μνήμη ονομάζουμε την απορία της [εμπειρίας της] ύπαρξης

:::

we call remembrance the aporia of [the experience of] being

1.11.09

return.2 [on Jn.17:26]

το βήμα από την παρουσία στην μετοχή είναι η μετάληψη των φυσικών ιδιωμάτων.
αυτή η μετάληψη γίνεται εμπειρικά γνωστή σαν παραμένουσα ανάμνηση.
λογικά αυτή η διαδικασία φανερώνεται σαν όνομα. (ακόμη κι αν παραμένει ανείπωτο.)

:::

the step from parousia to participation is the communion of natural properties.
this communion is becoming empirically known as abiding anamnesis.
logically (that is, linguistically) this process is being manifested as name.
(even if it remains ineffable.)

29.10.09

return.1.1 [on Jn.3:6]

the only immanent truth is death
and imagination is her prophet

:::

η μόνη ενθαδική αλήθεια είν' ο θάνατος
και η φαντασία η προφήτης της

27.10.09

return.1 [on Jn.20:25]

participation presupposes a parousia, a presence,
and the condition for that is eidos, a knowable form.
imagination hides parousia
through the self-sufficient blindness of an aboundance of pseudo-forms in a crazy dance of emergence and death of any possible compination of symbolic formations.
imagination, as a profuse formative matrix, deforms experience, annul nature and, thus, blanks out the metaleptic in-stand.

:::

η μετοχή προϋποθέτει την παρουσία,
και αναγκαία συνθήκη γι'αυτό είναι το είδος, η αναγνωρίσιμη μορφή.
η φαντασία αποκρύπτει την παρουσία
μέσω της αυτάρκους τυφλότητας μιας πληθώρας ψευδών μορφών σε έναν τρελλό χορό ανάδυσης και θανάτου κάθε πιθανού συνδυασμού συμβολικών διαμορφώσεων.
η φαντασία, σαν ακατάσχετη μήτρα διαμορφώσεων, αποστερεί μορφής την εμπειρία, κενώνει την φύση και, έτσι, ακυρώνει το μεταληπτικό παρόν.

21.10.09

nexus [on Jn.6:57]

το 'ρώτημα:
"τι πα' να πη (συμ)μετοχή;"
είναι τούτο ένα αληθές ερώτημα;
μ' άλλα λόγια,
είναι μια (συμ)μετοχή στην απορία της λογικής εμπειρίας;
κι αν, ναι· μπορεί ν' απαντηθή χωρίς να πάψη νάναι αληθινό(-απορούμενο);

:::

the question:
"what does participation mean?"
is that a true question?
in other words,
is it a participation to the aporia of the linguistic experience?
and if so; could it be answered without not being true(-aporetic) anymore?

17.10.09

before the End: oil and soil

όταν η ελιά πεθάνη,
η πατρίδα μου δεν θάχη πια παρόν:
ένας σωρός λαμαρίνες
κι απορρίματα.
αυτός ο αλμυρός τόπος δεν είναι τίποτ' άλλο
από ελιές και πέτρες:
από λάδι και χώμα πλάστηκε η γλώσσα μου.

:::

when olive-tree dies,
my land will not have any presence:
a heap of ironware
and trash.
this salty land is nothing else but
olive and rocks:
my language is made of oil and soil.

11.10.09

capital-carnival

in this social as all-things[-that-matters]
a hero is a criminal (against the order of nothingness of the social individual);
here, life/investment is a mask-of-death/transvestment,
(a circus where excellence deprives into accumulation)

:::

σ'αυτό το κοινωνικό μόρφωμα που αυτοκαθορίζεται σαν άπαν,
ο ήρωας είναι ένας εγκληματίας (ενάντια στην τάξη του τίποτα του κοινωνικού ατόμου)·
εδώ, η ζωή/επένδυση είναι μια θανάτου μάσκα/παρένδυση,
(ένα τσίρκο όπου η διάκριση ξεπέφτει σε συσσώρευση)

7.10.09

...γιατί κοντύναν τα βουνά
κι η θάλασσα μωράνθηκε...

:::

...'cause mountains were shortened
and sea became tasteless...

1.10.09

poetics.6.1 (linguistics.0)

καβάλα σ' άλογο τυφλό και φλύαρο
κωφάλαλος αναβάτης ονειροπαρμένος

:::

astride on a blind and garrulous horse
a deaf-and-dumb rider, a daydreamer

29.9.09

poetics.6

η γλώσσα υποζύγιο
—όταν ο άνθρωπος φορτώνει το φορτίο της εμπειρίας της τάξης της ύπαρξης στη ράχη της—
η ποίηση σαμάρι

:::

the language jument
—when man suddles the burden of his experience of the order of being over her—
the poetry saddle

17.9.09

[usur]poetics.5

society produces “law” (that is, a babylonian tower of legal or moral rules to house society's “order”, or her sovereignty over nature and life), and law shapes society (as the realization of his imaginary will for order).
a diaphanous architect playing the God by turning the soil (language) into mud-bricks (norms).
still, there is always a sky generous of waters. a heavy rain may disolve the mud-bricks and turn the barren soil into a garden.
...but, what about the “architect”?

:::

η κοινωνιά παράγει “νόμο” (δηλαδή, έναν βαβυλώνιο πύργο από δικαιϊκούς ή ηθικούς κανόνες για να στεγάση την “τάξη” της, την κυριαρχία της πάνω στην φύση και την ζωή) και ο νόμος διαμορφώνει την κοινωνία (σαν πραγμάτωση του φαντασιακού του θελήματος για τάξη).
ένας διάφανος αρχιτέκτονας που παίζει τον Θεό μετατρέποντας το χώμα (λόγο) σε ωμόπλινθους (κανόνες).
όμως, είναι πάντα εδώ ένας ουρανός ξέχειλος από νερά. μια βίαιη βροχή μπορεί να διαλύση τις πλίνθους και να μετατρέψη το άγονο χώμα σε κήπο.
...αλλά, τι γίνεται με τον “αρχιτέκτονα”;

5.9.09

poetics.4 (politics.0)

παράλληλα σύμπαντα ίσον κανένα σύμπαν.
η παιδική αρρώστια του λόγου: ο επεκτατισμός της ομιλίας· η φλυαρία σαν άρνηση ενηλικίωσης.
ένας ακατάπαυστα ομιλών αυτισμός.
όταν η φαντασία είναι η μόνη υπαρξιακή σταθερά.
όταν η βία της ατέρμονης διάσπασης είναι το μόνο πολιτικό παρών.
όταν το φως (λόγος) είναι σκοτάδι πηχτό (αυτοαναφορά).
η καταναλωτική κατάσταση του αστού: ένα ενυδρείο μέσα στο ενυδρείο—ψέμα μέσα στο ψέμα.
η αλήθεια σαν ψέμα που αυτο-επαληθεύεται δια της ατέρμονης ψευδολογίας: “είμαι η αλήθεια μου· είμαι το εκκωφαντικό τίποτε που υπάρχει όσο φωνάζει την άβυσσο του· είμαι η ΒΙΑ χωρίς τέλος.”

:::

parallel universes equals no universe.
the childhood illness of language: the expansionism of speech; prattle as a denial for adulthood; a ceaselessly speeking autism.
when imagination is the only existential constant.
when the violence of endless fragmentation is the only political presence.
when light (language) is thick darkness (self-reference).
bourgeois' consumerist state: an aquarium in the aquarium—lie in the lie.
truth as a lie self-verified by endless lying: “I am my truth; I am the deafening nothing, which exists as long as it boasts its abyss; I am the VIOLENCE witout end.”

11.8.09

poetics.3

η πληθώρα των ενασχολουμένων με την ποίηση μαρτυρά τον θάνατό της,
το τέλος του κοινού λόγου, της κοινής εμπειρίας
—αλλιώς—
μαρτυρά τον θρίαμβο της γραφειοκρατίας και τις ομοφυλοφιλίας
σαν έσχατα στάδια του αστισμού
:::
poets' plethora witnesses poetry's death;
the end of common word, of common experience
—otherwise—
it witnesses the triumph of bureaucracy and of homosexuality
as the ultimate stage of burgeiosie

1.8.09

poetics.2 (on Mt.15:11)

ο,τι λέγει ο λόγος δίνει σχήμα στη φύση του.
...
όταν ο λόγος ιδιωτεύει στην φαντασία του, το σχήμα αυτό είναι μάσκα που αποστερεί την φύση του από τον ήλιο της πηγής του·
όταν ο λόγος λέγει τον κοινό λόγο των πραγμάτων, το σχήμα είναι κάτοπτρο αυτού του ήλιου.
:::
what speech speaks shapes its nature.
...
when speech retires in its private phantasy, this shape is a mask which deprives its nature of the sun of its source;
when speech speaks the common word of things, this shape is a mirror of this sun.

27.7.09

poetics.1

η συνείδηση είναι ή σωματική ή πλαστή·
κι αν η ποίηση είναι η προσπάθεια της συνείδησης να αδειάση από την γλώσσα
με εργαλείο την γλώσσα,
τότε η ποίηση είναι ή σωματική ή πλαστή
:::
consciousness is either bodily or spurious;
and if poetry is consciousness' labour to empty herself from language, using language as the instrument for that,
then poetry is either bodily or false

19.7.09

aesthetics.7.1

η εικόνα είναι το φως μέσα στο οποίο το εγώ του θεατή της αναγνωρίζει εαυτό — προ-λογικά.
(από αυτήν την άποψη, το λογικό υποκείμενο είναι υποκείμενο της).
η λογική σχέση που αναδύεται από αυτήν τη θέαση κρίνεται από την απλότητα του οφθαλμού.
η διάρκεια του υποκειμένου είναι αυτή η λογική σχέση: η εμπειρία αυτού του φωτός είτε σαν ζωή είτε σαν βαρειά φωτιά που καταναλώνει την αίσθηση της ύπαρξης.

:::

the image is the light in which her viewer's self recognizes itself — pre-logically.
(from this point of view, the rational subject is subject to her).
the logical relation which emerges from this viewing is being judged by the simplicity of the eye.
subject's duration is nothing but this logical relation: the experience of this light either as life or as a heavy fire which consumes the sense of being.

17.7.09

aesthetics.7 [on Lk.23:32-33, 39-43]

η εικόνα σταυρώνει την συνείδηση του θεατή
ούσα πηγή της αυτεπίγνωσης του—
παράδεισος ή κόλαση κρίνονται στο βλέμμα
:::
the image crucifies viewer's consciousness
being the source of his self-awareness—
heaven or hell is being judged by the glance

29.6.09

aesthetics.6

αν ο θάνατος είναι το τέλος της μορφής σε σχέση
(ή, αλλιώτικα, το τέλος της σχέσης κατά φύσιν),
τότε το πένθος, σαν γεγονός σχέσης, δηλώνει την εικόνα σε αναστολή,
(γι'αυτό και είναι πάντα βουβό)
:::
if death is the end of form in relation
(or, otherwise, the end of the relation by nature),
then the sorrow, as a thing of relation, signifies the image in suspension,
(for that sorrow is always mute)

24.6.09

penthos




πένθος είναι η μνήμη του χρόνου
και γι'αυτό είναι εκτός του χρόνου
και, σαν τέτοιο, ο καθρέφτης του μέσα προσώπου
το σκοτεινό είδωλο της βαθειάς καρδιάς
:::
sorrow is time's memory
and therefore it is out of time
and, as such, the mirror of the inmost face
the dark image of the deep heart

7.5.09

aethetics.5

image is unlimited as (nature's) limit
image is limited as dominion (over nature)
...
image has no relations, it IS (natural) relation
whenever image has relation it is nothing but a mask
the mask of death

:::

η εικόνα είναι άπειρη σαν (φυσικό) τέλος
η εικόνα είναι πεπερασμένη σαν κυριαρχία (πάνω στη φύση)
...
η εικόνα δεν σχετίζεται, ΕΙΝΑΙ (φυσική) σχέση
όποτε η εικόνα σχετίζεται δεν είναι τίποτε άλλο παρα μάσκα
η μάσκα του θανάτου

4.5.09

aesthetics.4

image reveals nothing but itself;
image is the only meaning of nature,
her logos.

:::

η εικόνα δεν αποκαλύπτει τίποτε άλλο παρά τον εαυτό του:
η εικόνα είναι το μόνο νόημα της φύσης,
ο λόγος της.

16.4.09

aesthetics.3

all image is pain
all consciousness grounded on image is pain
everything out of a revived-resurrected image is under the violence of death

:::

κάθε εικόνα είναι πόνος
κάθε συνείδηση βασισμένη στην εικόνα είναι πόνος
ο,τιδήποτε έξω από την αναγεννημένη-αναστημένη εικόνα είναι κάτω από την βία του θανάτου

13.4.09

aesthetics.2

image is the ground of natural consciousness;
the mould of common sense;
what saves us from individualism-idolatry of imagination.
the latter found ground on image's limit: the death;
but since the incarnate Logos of every image resurrected from the dead,
imagination has no ground.

:::

η εικόνα είναι το έδαφος της φυσικής συνείδησης,
η μήτρα του κοινού νου,
ό,τι μας σώζει από την ιδιώτευση-ειδωλολατρεία της φαντασίας.
η τελευταία βρήκε έδαφος στο όριο της εικόνας: τον θάνατο,
αλλά αφότου ο ενσαρκωμένος Λόγος κάθε εικόνας αναστήθηκε απ' τούς νεκρούς
η φαντασία δεν έχει κανένα έδαφος.

11.4.09

aesthetics.1 [on Mt.6:22]

the image imagines the non-immanent
and the eye calls the light Spirit

:::

η εικόνα εικάζει το ανοίκειο
και το μάτι καλεί το φως Πνεύμα

7.4.09

για την αναποφευκτη βια

Η καινούργια ζωή εμφανίζεται πάντα σαν γεγονός βίας ενάντια στην κάποτε ζωή που πλέον είναι ένα ζόμπι, μια παγωμένη δομή χωρίς περιεχόμενο. (δεν επαναδιατυπώνω εδώ μια νιτσεϊκή γενεαλογία, αλλά την κριτική του Γρηγορίου Νύσσης στην ψευδαίσθηση του συνεχούς της ζωής, όταν λέει θανατος εστι το παντοτε τηι ζωτικηι ενεργειαι συνημμενως επομενον.) η παγωμένη δομή, ο παλαιος ασκος [Μθ.9:17], έχει πάντα το σχήμα μιας μυθικής γλώσσας που δεν λέει τίποτε, αλλά επαναλαβάνει τη μουσική φόρμα του αυτοειδώλου του, του δερματινου χιτωνα, σαν βία νοηματική αυτοσυντήρησης και σαν βία επεκτατικής κυριαρχίας πάνω στα πράγματα και την φύση τους. αναπόφευκτα λοιπόν, η ανάδυση της νέας ζωής, που καταρχήν φανερώνεται σαν νέος λόγος-τρόπος, έχει την μορφή της βίας, σαν διακοπή της μουσικότητας της νέκρωσης και της χωρίς όρια επέκτασης του ομιλούντος ειδώλου. η αναπόφευκτη αυτή βία αναπόφευκτα θα εξελιχθή σε πραγματική-φυσική βία όταν η σύγκρουση της ζωής με το ζόμπι εισαχθή στο πεδίο των ηθικών σχέσεων, δηλαδή του νόμου και της δικαιοσύνης. αφού κάθε λόγος παράγει αναγκαστικά ηθική συνείδηση, νόμο και αίσθημα δικαιοσύνης. η μόνη δομική διαφορά ανάμεσα στα δύο μέρη (κι αυτή που κάνει την σύγκρουση ακόμη βιαιότερη) είναι ότι στην περίπτωση του ζόμπι ο νόμος, όπως και ο λόγος, είναι τετελεσμένη φόρμα και άρα η δικαιοσύνη του κατ' ουσίαν ανομική. ενώ στην περίπτωση της αναδυόμενης νέας ζωής ο νόμος είναι ακόμη αδιαμόρφωτος, καθώς ο λόγος είναι δυναμικά νηπιακός, και άρα η δικαιοσύνη είναι ακόμη αίτημα: ένα φάντασμα που καλύπτει τον ορίζοντα απειλητικό προς κάθε δομή του παλαιού κόσμου—μία μεσσιανική δυνατότητα [βλ. Ρωμ.4:13-5 & 7:6].

Αυτό το ζόμπι, η μάσκα του πολιτισμού που γύρισε την κάποτε ζωτική του βία σε βία συντήρησης-επέκτασης μιας νεκρής φόρμας, είναι η μπαρόκ κατάθλιψη του ύστερου καπιταλισμού που βιώνουμε σαν δεδομένο πολιτιστικό τώρα. μπαρόκ, σαν αισθητικοποίηση-ακραίος φορμαλισμός-κένωση του πολιτικού λόγου, όπου ο λόγος δεν λέει τίποτε και απλά αναπαράγει λεκτικά σύμβολα κενά νοήματος, αποτρεπτικά ελεύθερης και υπεύθυνης προσωπικής συνείδησης: πεποικιλμένους σοβάδες πάνω στο σάπιο μέγαρο που στεγάζει την κυριαρχία του. μπαρόκ, σαν κυριαρχία φτηνών και ανακυκλούμενων συναισθηματικών μορφών επικοινωνίας και, συνακόλουθα, σαν ακύρωση κάθε (δια)λογικού νοήματος, όπου η όποια προσωπική έκφραση εξαργυρώνεται με προτηγανισμένα ρεφραίν της κυρίαρχης μουσικότητας, και όπου η όποια ανάγκη να διαρραγή το μουσικό τείχος που ακυρώνη την κοινωνία των προσώπων εκτονώνεται με απλή αύξηση της έντασης του ήχου. μπαρόκ, τέλος, σαν αποθέωση ενός ρηχότατου εργαλειακού ρασιοναλισμού και σαν εξαχρείωση της φύσης, όπου ο μηχανιστικός διαφωτισμός συσκοτίζει αέναα κάθε αμφιβολία που απειλεί την κυρίαρχη βεβαιότητα κυριαρχίας πάνω στα πράγματα και την φύση τους.

Αυτή η μεταμοντέρνα μελαγχολία του υστερο-καπιταλιστικού μπαρόκ φανερώνεται στην (θρέφει και θρέφεται από την) εικονική πραγματικότητα του καταναλωτισμού. ο καταναλωτής άνθρωπος είναι η μονάδα που συγκροτεί τον μηχανισμό της αστικο-δημοκρατικής απρέπειας: η προϋπόθεση και το τέλος της γραφειοκρατικής δομής, της εξουσίας του κανενός. εδώ η αγορά, από τόπος συνέγερσης και διαλόγου των πολιτικών υποκειμένων, γίνηκε ο λάκκος του πτώματος της πολιτικής καθεαυτής. όπου πολιτική καθεαυτή, ο δια-λεκτικός βίος όπου κάθε πρόσωπο αναγνωρίζει το άλλο σαν φορέα του ίδιου κοινού λόγου και νοήματος ζωής. εδώ η διαφήμιση, η έσχατη ποιητική του αστικού ριζώματος, αναδεικνύεται σαν η κατεξοχήν έκφραση αυτής ακριβώς της απώλειας της χαράς της εμπειρίας:
ο αστός περι-πλανώμενος μέσα στον ανομικό γνόφο της διαφήμισης είναι ταυτόχρονα ό,τι πιο καθολικό και ό,τι πιο τίποτα: φορέας και δέκτης απείρων μηδενικών δυνατοτήτων. έτσι ο αστικός χώρος φανερώνεται είτε σαν χώρος χωρίς χρόνο, ιστορικό ή προσωπικό τέτοιον, είτε σαν χώρος με παγωμένο σε επαναλαμβανόμενες αισθητικές μορφές χρόνο που εκρρέει στην αστική ανομία. ο μηδενισμός αυτός συντηρείται και διαχέεται σαν ατέρμονη εσωστρέφεια ενός υπερτροφικού και μόνιμα πεινασμένου εγώ, και σαν ατέλεστη εξωστρέφεια, δια-σκεδαστικός καταναλωτισμός, του ίδιου εγωφοβικού και συνάμα εγωμανούς υποκειμένου. μ' έναν λόγο: μπαρόκ—η αποθέωση της μορφής χωρίς περιεχόμενο—η λατρεία του αυτονομημένου θανάτου—ο απεγνωσμένος ορθολογισμός χωρίς λόγο.

Ενάντια σ' αυτόν τον υπερκινητικό θάνατο εξεγείρεται η νέα ζωή με την ερωτική της βία. η οποία ερωτική βία, σαν τέτοια, δεν έχει αιτήματα, παρά φανερώνεται σαν διαρκής αλληλεγγύη-διάλογος (ατελών) προσώπων ενάντια στην μελαγχολία του μπαρόκ αστισμού, ενάντια στην αδικία της μοναξιάς. αναμφίβολα το άλογο στοιχείο αυτής της ερωτικής βίας φέρνει μαζί του την παρεκτροπή ενός νέου ρομαντισμού, ενός λυσσασμένου επαναστατικού παγανισμού. η ρομαντική εξέγερση είναι χρόνος χωρίς χώρο: διαρκής δράση που αρνείται κάθε μορφή—μια απεγνωσμένη αναζήτηση δικαιοσύνης χωρίς νόμο. αλλά η ζωή που τώρα ζητά τα φυσικά της δίκαια, πού αρνείται δηλαδή την μοίρα της μοναξιάς, τον συναισθηματκό φορμάλισμο (ενοχή και επέκταση) του αστισμού, δεν έχει το περιθώριο της ανοχής απέναντι στο ήδη κολοσσιαίο οικοδόμημα του θανάτου που υψώνεται ολόχρυσο και περιτέχνο και σάπιο: την εικόνα του Μολώχ με την ακόρεστη όρεξη. η σύγκρουση θα είναι αναπόφευκτη και, εκ των πραγμάτων, παγκοσμίων διαστάσεων. από μια τόσο βίαιη σύγκρουση είναι εξαιρετικά απίθανο να προκύψουν άλλες δομές από αυτές ενός πρωτόγνωρα εξαπλωμένου νέου φασισμού. όμως τίποτε δεν είναι πραγματικά καθολικότερο από την ανθρώπινη συνείδηση, την ανθρώπινη καρδιά, τον χώρο της Βασιλείας. όσες συνειδήσεις, όσες καρδιές σφυρηλατηθούν μέσα στην φωτιά της κοσμογονικής αυτής βίας, ώστε σε αυτές να χωρούν αρμονικά και οι δύο παράμετροι της διαλεκτικής σύγκρουσης (ο ιστορικός χρόνος σαν ολοκλήρωση του συλλογικού υποκειμένου και ο προσωπικός χρόνος σαν ολοκλήρωση του προσώπου--οι δύο, δηλαδή, όψεις της εικόνας του Λόγου που στο πρόσωπο του καταργείται οριστικά η βία [Ιω.14:27]), αυτές θα είναι η νίκη της ζωής πάνω στον θάνατο. το σφυρί που θα τις σφυρηλατίση δεν μπορεί παρά να είναι και εντός και εκτός του κόσμου τούτου. δεν μπορεί παρά να είναι η υποστατική Ζωή, η αυτοζωή η λεύτερη από όποια εξάρτηση φυσικής ανακύκλωσης. κι αυτό(ς) δεν είναι παρά ο σαρκωμένος Λόγος [1Κορ.15:24-8].

2.4.09

autothanatography

η συνείδηση του αστού είναι η συνείδηση ενός συγγραφέα που αυτοβιογραφείται—όλος ο βίος του είναι μια μυθιστορία με μοναδικό αναγνώστη τον εαυτό του.
η αστική κοινωνία είναι μια συλλογικότητα αυτοβιογραφιών χωρίς αναγνώστες.
ο λόγος εδώ είναι γραπτός, δεν εκφέρεται: δεν μεταφέρει καμμιά απορία—ο παγωμένος λόγος της μυθικής βεβαιότητας, ένα ζόμπι.

:::

bourgeois' consciousness is the consciousness of a writer who is writing his autobiography—his whole life is a novel with himself as its only reader.
bourgeois society is a collectivity of autobiographies without readers.
here, language is written, not pronounced: does not carry any aporia—the frozen language of mythic certitude, a zombie.

31.3.09

sickness unto death

η βεβαιότητα είναι η καρδιά του νόμου που ο αυτοθαυμαζόμενος νους επιβάλλει σαν βία πάνω στα πράγματα και την φύση τους,
η ειδωλολατρεία της ιδιωτικής φαντασίας,
ο ηθικισμός του δαιμονικού κατακερματισμού.
η βεβαιότητα είναι ο θρίαμβος της μοναξιάς.

:::

certitude is the heart of law the self-revered mind imposes as violence on things and their nature,
the idolatry of private imaginary,
the moralism of demonic division.
certitude is the triumph of loneliness.

29.3.09

id

“Mon coeur est un palais fletri par la cohue”
(Ch.Baudelaire)
:::
“My heart is a palace, looted by mob”
:::
“Η καρδιά μου είν' ένα παλάτι που το λεηλατεί ο όχλος”

23.3.09

on Col.3:5

πάθος δεν είναι η επιθυμία—η φανέρωση του ζωντανού προσώπου, η φανέρωση της απορίας της ύπαρξης·
πάθος είναι η πλαστή επιθυμία—η αγχώδης προσπάθεια της αυτοαναφορικής συνείδησης για αυτοβεβαίωση, η βία του μοναχικού εγώ πάνω στην φύση.
η πλαστή επιθυμία, η πλεονεξία της κατανάλωσης, το κέντρο της αστικής ζωής, είναι, σαν τέτοια, ακόρεστη·
κι αυτό το ακόρεστο είναι η κόλαση, η μόνη κόλαση, η αδικία της μοναξιάς χωρίς τέλος.

:::

a vicious passion is not the desire—the manifestation of the living person, the manifestation of the aporia of being;
a vicious passion is the fake desire—the anguished exertion of a self-referred consciousness for self-affirmation, the violence of a lonely ego over the nature.
fake desire, the greediness of consumerism, the core of bourgeois life, is, as such, insatiable;
and this insatiability is the hell, the only hell, the injustice of a solitude without end.

19.3.09

άθλια επικαιρότητα - Mθ.25:43

τι σόϊ 'μετάνοια' ειν' αυτή των 'χριστιανών' όταν δίπλα μας κορμιά-εικόνες-Θεού πετσοκόβονται και 'μεις ασχολούμαστε με ...νηστίσιμες συνταγές μαγειρικής και 'κατανυκτικές' καλλιφωνίες ψαλτάδων στα 'λατρευτικά' μέγαρα μουσικής;

καλό ταξίδι Κατερίνα στην αγκαλιά του Πατέρα
και μη του παραπονεθείς για την σκληροκαρδία μας
έτσι κι αλλιώς θα το ακούσουμε το
"εφ'οσον ουκ εποιησατε ενι τουτων των ελαχιστων, ουδε εμοι εποιησατε"
άσε μας να 'ζούμε' στην 'χριστιανική' μας Ντίσνεϋλαντ
μέχρι τότε...

http://www.keli.gr/

http://femininmasculin.wordpress.com/

13.3.09

η βία των απορρυπαντικών

η πιο μοχθηρή μορφή ιδιοτέλειας είναι ο ηθικισμός.
αυτή είναι η σκοτεινή και κρύα καρδιά του κρατισμού,
η πηγή και το χέρι της βίας του.
ο ηθικισμός είναι ένας αισθητισμός,
το 'δέντρο της γνώσης καλού και κακού' σαν απολυτοποίηση της μορφής σαν αξιακό σύστημα,
μια ειδωλολατρεία του αφηρημένου 'υπερβατικού' νόμου.

:::

the most vicious form of selfishness is moralism.
this is the dark and cold heart of state,
the source and the hand of its violence.
moralism is an aestheticism,
the 'tree of knowledge of good and evil' as absolution of form as value system,
an idolatry of abstract 'transcendental' law.

1.3.09

μετ-Ανοια

ο “εκκλησιαστικός” αυτισμός,
η ελιτίστικη αυτή διαστροφή να αποστρέφουμε το πρόσωπο από τόν αλιώτικο άλλο,
τον εκτός της θρησκευτικής μας Ντισνεϊλαντ,
η λατρεία της εθελοθρησκείας μας,
η ζωή στον κλινικό θάλαμο της εντατικής θρησκευτικής μορφής,
αυτός είναι η ακύρωση της μετάνοιας,
όταν αντί να αναγνωρίζουμε τον άλλο ως εαυτόν
ακυρώνουμε εαυτούς ως άλλους.

:::

“ecclesiastical” autism,
this distortion to turn the face from the different other,
the outsider of our religious Disneyland,
the adoration of self-imposed piety,
the life in the clinical intensive care of religious form,
this is the cancelation of repentance,
when instead of recognize the other as my-self
i cancel myself as other.

27.2.09

Geworfenheit

καθώς η ύπαρξη δίνεται, προηγείται του υποκειμένου, αποκλείει την ελευθερία του.
η συνείδηση έρχεται σαν βαθειά και διαρκής επίγνωση αυτού του ορίου, σαν αγωνία και σαν επιθυμία χωρίς ικανοποίηση.
μόνο η ελεύθερη συμμετοχή στο αναστημένο σώμα του Λόγου μπορεί να κάνει την ύπαρξη ελεύθερη λογικά (ή τον λόγο ελεύθερο ουσιαστικά)
—μια αναγέννηση της μορφής.
αλλιώς το χωρίς νόημα επιστρέφει στο μηδέν αέναα.

:::

since being is given, before the subject, its freedom is shut out.
then consciousness comes as a deep and continuous awareness of this limit; as anxiety and as desire without end.
only the free participation in the resurrected body of Logos can make being logically free (or, the logos existentially free)
—a rebirth of eidos.
otherwise the without-meaning-entity returns endlessly to nothingness.

20.2.09

das Furchtbarste

“In der Stimme kehrt der Sinne in sein Innres zurück; er ist negatives Selbst, Begierde. Es ist Mangel, Substanzlosigkeit an ihm selbst.”
(G.W.F.Hegel, Jensener Realphilosophie II)
:::
“In the voice, meaning turns back into itself; it is negative self, desire. It is lack, absence of substance in itself.”
:::
“Στη φωνή, το νόημα επιστρέφει στον εαυτό του: είναι ένα αρνητικό εγώ, επιθυμία. Είναι έλλειψη, απουσία ουσίας καθεαυτό.”

...
ο λόγος του Λόγου είναι άρνηση του μηδενός και επιστρέφει εις εαυτόν σαν ζωή και ύπαρξη·
η εικόνα του, ο ανθρώπινος λόγος, αυτονομημένος από την ζωή του Λόγου, είναι μόνο άρνηση,
“das unmittelbare Nicht-Existieren desselben”
[η άμεση ανυπαρξία του (του ονoματισμένου πράγματος)]
:::
the voice of Logos is negation of negativity and turns buck into itself as life and being;
its image, the human language, being autonomized from Logos' life, is only negativity,
“das unmittelbare Nicht-Existieren desselben”
[the immediate nonexistence of this (named thing)]

11.2.09

Theses On Political Theology

The expression political theology is a tautology. Theology is political out of her nature; it is political in her potentiality. This tautology is my way to speak up the loss of her political character: her subjugation to the spirit of a world which is passing away [1Cor.7:31].



1

Theology is political out of her nature: a gesture which states a potentiality. Theology, like philosophy, is neither a deed nor discourse; as these are comprehended in the everyday interrelational context. Yet, with theology we can erect between us the potentiality of the potentiality theology stands for. This in-between is what makes her ethical-political by nature in a particular way. And this particularity lies in the apophatic character of that in-between.
Theology's apophatic character is determined both by language's transcendence, as well as by the transcendence of the experience theology voices out. This double conditionality makes theology not simply a source of ethics, but ethical proper: ethical as an occurrence of mediation. In this sense, theology is mute. Like philosophy, theology is an end of conversation, is naming. The difference here is that while philosophy is only an end, theology is at the same time an end and an introduction of a new dialogue. A dialogue beyond the boundaries of the experience of language, though still inside language. Theology lies in between time and eternity, on the passage from history to eschata. This is her messianic character: the silence before the entrance in the holy of holies of the eternal being. A silence which, by stammering out names of this passing world, calls(-upon) what it knows in a mirror as its telos.

§ A theology too clung to these names can be only ideology——a dead end. A theology too clung to this reflected image is nihilistic esotericism——a denial of the creative and cohesive power of Logos. Theology is neither of this world nor eschata——she is a boundary. And this boundary does not have any locality; because world and eschata do not contradistinguished as autonomous distinct realities, but exist as different modes meeting in the same body, the body of the incarnate Logos. The only ground of theology is this body and the only meeting is the obedience-accordance [2Κor.9:13] of creation's will to Creator's will. Whenever this meeting takes place we have theology: new names comes to life as newborns of the fertilization of human logos by the godlike Logos. Each such new name is a new boundary: a modal end of history and a new beginnig of it; not as a repetition nor as an evolution, but, as a continual recreation of the time till its fullness [Εph.1:10].


2

Theology is true to her name——in tune with Logos' word/work——when she wants the world's salvation. This implies, first, that theology accepts the world, and accepts it critically: the world in its nature, as activity-manifestation of God's love, and not in its fallen state, as a mesh of strife. Second, that theology is up to interpreting human knowledge in every stage of it. Whenever theology either bypasses human knowledge, unable to come in dialogue with it, or is resigned to it, then theology fails her cause.
Theology is neither of this world, nor out of this world. Theology is the critical consciousness of the world, its political eco-nomics. A political economics which does not seek for the administration of the world, but for its transformation into its natural end, into church: a messianic community of calling on fullness of life.

§ The interpretation of human knowledge in every stage of it is an ethical-political act par excellence; and at the same time the condition for ethics. This interpretation is the self-awareness of human consciousness as the source of knowledge (where knowledge: the representation-realization of things and their relations by human consciousness) and, out of that, as the source of any relation of the knowing subject (either a relation of violence or a relation of freedom and love). In other words, consciousness as a knowledge-workshop is the root of any political reality, and the interpretation of knowledge is the foundation of any political stance.
At the root of this complex is always the human language: the womb of human consciousness and the fabric it is formed and enhanced on. Out of that, the political action is always dialogue, and theology is its critical condition. Since only theology can be critical to language (the beginning of any critique) from a point outside language's fabric—to weigh it continually against the incarnate Logos' logos [Heb.4:12 & Εph.4:14], whose fallen image it is.


3

Theology's apophatic character lies in her logical non-violence: her repudiation of any final determination of reality, while at the same time she does not cease to interpret this reality in a way that keeps open the perspective of a final disclosure of its truth. (This disclosure cannot be but out of time's boundaries—hence the apophatic character of theological interpretation——and this entails the endless development of this end.)
Such an apophatic interpretation of the world and the relations that constitute it is the only possible interpretation that eliminates the logical violence of the interpretations come from the self-determined mind and the real violence they bring.

§ Theology as apophatic logos——logos being referred logically to creative logos of creator Logos——is the logical denial of any utopia; either a natural one or an ethical one. Since any utopia is an effort of the autonomized imagery to replace the creative and cohesive presence of the Spirit in the world-creation of Logos with a concept which does not exist but as imposition-violence of the autonomized imagery's will for dominion over reality through an arbitrary (self-determined) interpretation of the world as structure where the worldly relations produce the rationale and the meaning this imagery needs in order to be the evaluator of everything [Gen.3:5]. Any political imperative, any law, stands on this spurious ground and exists only as violence over things——the violence of a beast in its exertion to keep the life fleeing from it. Any utopia is fruit of this 'tree of knowledge', which is “the emblem of judgment of the judge”; and “this immense irony marks the mythic origin of law” (Walter Benjamin). So, the logical denial of utopia is the first and foremost contribution of theology against the violence which devours the world-creation of the creator Logos. And out of that, theology, whenever she verifies her name, is always political par excellence.


4

Political theology, contrary to utopia, is theology which indicates the natural relation of the creator Logos with the creation, which manifests the mode of union-in-love, of godlike logicality.
Logos, with language, the gift of godlike image, bestows to man the potential to relate with his creator. The naturalness of this relation is its logicality: that language (logos), as far as it remains natural logos (that is an image of the creative logos of Logos), brings about relation——communes its linguistic being by naming the things [Gen.2:19], which already exist out of Logos' calling into being (by His original naming); and by this communion (the “intensive totality of language”) the person comes to logical relation with the named things and meets the other persons who have this gift of naming and of communicating their logical-linguistic being (the “extensive totality of language”). The name is the relation. And this relation is between logical beings (persons) as a manifestation of their common logical nature, as the potentiality of their political substance.

§ In the state of apostasy-autonomization of human logos, following the fall from the natural logicality, mind-ego seeking for a self-referred-rational ground misrepresents nature and recognizes as its source the relations as existentially autonomous actualities, either endlessly casual or endlessly causal, yet in both cases endlessly banal. The outcome of this falsity is the abstraction of reductionism. And the reductionistic mind, whether it regards reality a systemic rizome or a nexus of abstract and dire necessity, in order to prevail as such it needs to break continually the unity of the experience into countless fragments of heteronomous units, whose sole actuality is an over-productive (of soulless progenies) imagery [Jn.8:44].
Theology's responsibility is to denounce before of human consciousness the violence of the reductionistic delusion against things and persons [Col.2:4 & 8]. And the first step for this is the recognition of human nature's unity and the denial of personhood's fragmentation into body and mind (Augustine's man [De Mor. Eccl. I,27,52]: a mind using a body [cf. Plotinus, Enn. 6,7,5]); on which fragmentation stands all the falsity and violence of bourgeois society, of the kingdom of Caesar.


5

When Jesus contradistinguishes the kingdom of God to the kingdom of Caesar [Μt.22:21] he does it absolutely [Μt.6:24]; and all the more so on the basis of the monetaristic dimension of Roman dominium, which is the heart and the foundation of Roman law. (It is noteworthy that the final reaction of the world against Jesus was happen on this legal basis [Jn.19:12] and through that means [Μt.26:15 & 28:12].)
The kingdom of Caesar is the kingdom of Roman law, that is the kingdom of the abstract-reductionistic spirit: the triumph of the autonomized imagery's dominion over the nature. Here everything is property and violence——persona is only an owner, and everything else is res. But this person (a legal entity by its establishment, an ethical-political entity by its activity) not having any other steady substance except its property, and all the more so in its more abstract edition (money: arbitrary value of things and deeds), is an insulated unit in constant oscillation between the legal hypostasis of 'person' and of 'thing' pursuing its own unity in the abstract unity of commodity (in other words, into its splintered nature) which is being idealized as capital. The person's hypostasis is being assessed at the counters bankers' counters [Μt.21:12].
In this kingdom, where estranged, endlessly colliding, moral subjects (=thrown down < p.p. of the Lat. v. jacere=throw) can relate only trivially; the only unwavering persona is capital, since only this acts steadily as a 'person' and not as a 'thing', being the only commonly acceptable and unfaltering substance, which reproduces ceaselessly itself (as interest) in a limitless expansion-dominion over the world. This kingdom is the apotheosis of the reductionistic spirit, the absolute denunciation of Logos' creative and cohesive energy, what we call bourgeois society.

§ The fate of the money of Judas' betrayal [Μt.27:7] affirms that the framework of Jesus' clash with the world, at least in its last phase, is Roman law's dominion over things as the exclusive exploiter and evaluator of them: the money from the sale of the teacher after the death of the seller realized as res nullius [cf. Justinian, Institutiones, Lib.II Tit.I 7-10], and all the more so, ironically, in this most ironic instance of the Gospel, as res religius (dedicated to the underworld gods). Varying therefore Benjamin's remark [cf. §3], we would say: this immense irony marks the origin of the messianic end of law.


6

If there is an Antichrist, this is bourgeois society. Because, as Christ is the incarnate Logos, bourgeois society is the incarnate concept. But this incarnation, as well as the concept it incarnates, is spurious, an idol. An idol which exist only because man wants its existence; because only in this idol the false consciousness of the autonomized subject finds its image, its confirmation. Yet this confirmation is at the same time the annulment of that subject, the choice for a death without end, the denial of the natural personhood and its modification into a commodity: the totalitarianism of bureaucratic society, the end of love, the end of history.

§ In the imaginary framework of bourgeois society, and all the more so in its most totalitarian edition, that of bureaucratic-monetaristic society, the 'sovereignty of no one', personal experience (diachrony) is being expropriated in the swirl of imaginary structure (fake synchrony). This is the end of history, the denial of political (logically ethical) nature of man, the quintessence of violence. On the contrary, theology, as logos saying-communicating personal experience proper [Gal.2:20], is ethics'-politics' linguistic conditionality par excellence. Theology is the voice of experience and, as such, she alone can stand as a bar against the violence of a world which derives its legitimacy from the imagery, idol's 'magical nihilism'. Theology is (can be) political as logical-linguistic space of ethics——a field where every moment the ethical form emerges as life and, at the same time, collapses as idol——a space of seeking the political (dia-logical) freedom. And freedom here means the endless activity, the limitless beauty, the in-between. And this in-between, whose experience and not the idea is theology's ethics, is a body: the body of the living Christ. Since theology's source, as well as her ethics, is not Christ's words, but Christ himself [Jn.14:6], his dia-logic body. For that, this theology, this ethics, does not turn petrified into a law, but rather endures as uninterrupted dia-lectic act of messianic freedom [1Cor.7:29-31], or as irony which deconstructs the bourgeois imagery [Μt.17:27].


7

The kingdom of the Father (eternity) is not a final end of history (human time), but rather its end as an antithesis between diachrony (extensive totality of being) and synchrony (intensive totality of being) by their accord with the will of the Father [1Cor.15:28]. The time which started with Logos' incarnation and which leads at this end is the messianic time [1Cor.15:20-27]. And this time becomes empirically known to man in the Eucharist [Jn.6:51].

5.2.09

אגדה

τα λόγια του Λόγου
—το νομοθέτη μύθο δηλαδή—
μόνο ένας λαός μπορεί να τα μεταφράση σε πολιτισμό
—σε Νόμο ζωής δηλαδή—.
κι αν λείπη λαός,
τότε τον λόγο τον έχουν οι νέοι, τα παιδιά
—ο σπόρος του νέου κήπου δηλαδή—.

:::

Word's words
—that is, the legislator myth—
only a people can translate it into civilization
—that is, into Law for life—.
but if that people is missing,
then it all comes down to the youth
—that is, to the seed of the new garden—.

1.1.09

θεσεις πολιτικης θεολογιας

Η έκφραση πολιτική θεολογία είναι ταυτολογία. Η θεολογία είναι πολιτική από την φύση της, είναι πολιτική κατά την ενέργεια της. Η ταυτολογία αυτή είναι ο τρόπος μου να δηλώσω αυτήν ακριβώς την απώλεια του πολιτικού χαρακτήρα της: την υποταγή της στο πνεύμα ενός κόσμου που σβήνει [1Κορ.7:31].


1
Η θεολογία είναι από την φύση της πολιτική: μια χειρονομία που δηλώνει δυνατότητα. Η θεολογία, όπως και η φιλοσοφία, δεν είναι ούτε έργο ούτε λόγος, όπως αυτά κατανοούνται στα πλαίσια της καθημερινής διαπροσωπικής επικοινωνίας. Όμως, με την θεολογία μπορούμε να βάλουμε ανάμεσα μας την δυνατότητα της δυνατότητας που αυτή δηλώνει. Αυτό το ανάμεσα είναι που την κάνει φύσει ηθική-πολιτική με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Και η ιδιαιτερότητα αυτή βρίσκεται στον αποφατικό χαρακτήρα αυτού του ανάμεσα.
Ο αποφατικός χαρακτήρας της θεολογίας είναι τόσο εξαρτημένος από την υπερβατικότητα της ανθρώπινης γλώσσας—του λόγου σαν δυναμικό της ανθρώπινης φύσης—όσο εξαρτημένος είναι από την υπερβατικότητα της εμπειρίας που αυτή (θέλει να) δηλώνει. Αυτή η διπλή εξάρτηση κάνει την θεολογία όχι απλά πηγή ηθικής αλλά ηθική καθεαυτήν: ηθική σαν γεγονός διαμεσολάβησης, χειρονομία. Με αυτήν την έννοια η θεολογία είναι βουβή, όπως η φιλοσοφία είναι το τέλος του λόγου (σαν διαλόγου), είναι ονοματοδοσία. Η διαφορά εδώ είναι ότι, ενώ η φιλοσοφία είναι μόνον τέλος, η θεολογία είναι συνάμα τέλος και εισαγωγή (ή προτύπωση) μιας νέας διαλεκτικής. Βρίσκεται στο διάμεσον-πέρασμα από την χρονικότητα-ιστορία στην αιωνιότητα-έσχατα. Αυτός είναι ο μεσσιανικός της χαρακτήρας: η σιγή πριν την είσοδο στα άγια των αγίων της αιώνιας ύπαρξης. Μια σιγή που ψελλίζοντας ονόματα του κόσμου που παρέρχεται (προσ-)καλεί ό,τι εν εσόπτρω γνωρίζει σαν τέλος-σκοπό του.

§ Μια θεολογία υπερβολικά προσκολλημένη σε αυτά τα ονόματα μπορεί να είναι μόνο ιδεολογία, φιλοσοφία, τέλος τελειωτικό. Μια θεολογία υπερβολικά προσκολλημένη στην κατοπτρική εικόνα είναι μηδενιστικός μυστικισμός—άρνηση της δημιουργικής και συνεκτικής δύναμης του Λόγου. Η θεολογία δεν είναι ούτε κόσμος ούτε έσχατα, είναι όριο. Και αυτό το όριο δεν έχει καμμία τοπικότητα, γιατί κόσμος και έσχατα δεν αντιδιαστέλονται σαν αυτόνομες διακεκριμένες πραγματικότητες, είναι μόνο τρόποι που συναντώνται στο ίδιο σώμα, το σώμα του σαρκωμένου Λόγου. Μόνος τόπος θεολογίας είναι αυτό το σώμα και μόνη συνάντηση είναι η 'υποταγή' [2Κορ.9:13] του θελήματος της κτίσης στο θέλημα του Κτίστη. Κάθε φορά που αυτή η συνάντηση λαμβάνει χώρα έχουμε θεολογία: νέα ονόματα γεννιούνται σαν παιδιά της γονιμοποίησης του ανθρώπινου λόγου από τον θείο Λόγο. Κάθε τέτοιο νέο όνομα είναι ένα νέο όριο: τροπικό τέλος της ιστορίας και νέα αρχή της, όχι σαν επανάληψη (repetition) ούτε σαν εξέλιξη (evolution), αλλά σαν διαρκής αναδημιουργία του χρόνου μέχρι το 'πλήρωμα' του [Εφ.1:10].


2
Η θεολογία είναι τότε θεολογία —συμμορφώνεται στο έργο-λογικότητα του Θεού— όταν θέλει την σωτηρία του κόσμου. Αυτό σημαίνει, πρώτον, ότι αποδέχεται τον κόσμο και τον αποδέχεται κριτικά: τον κόσμο στη φύση του, σαν ενέργεια-φανέρωση της αγάπης του Θεού, και όχι στην παραφύση κατάσταση του, σαν πλέγμα σχέσεων βίας. Δεύτερον, ότι η θεολογία είναι σε θέση να ερμηνεύη την ανθρώπινη γνώση σε κάθε της στάδιο. Όταν είτε την προσπερνά, ανίκανη να διαλεχθή μαζί της, είτε υποτάσεται σε αυτήν, τότε προδίδει τον σκοπό της.
Η θεολογία δεν είναι ούτε εκ του κόσμου τούτου, ούτε εκτός του κόσμου τούτου. Η θεολογία είναι η κριτική συνείδηση του κόσμου, η πολιτική οικονομία αυτού του οίκου που ονομάζουμε κόσμο. Μια πολιτική οικονομία που δεν αποσκοπεί στην διαχείρηση του κόσμου, αλλά στην μεταμόρφωση του —την φυσική του σκοπιμότητα— σε εκκλησία: σε μεσσιανική κοινότητα κλήσης σε πληρότητα ζωής.

§ Η ερμηνεία της ανθρώπινης γνώσης σε κάθε της στάδιο είναι κατεξοχήν ηθική-πολιτική πράξη και συνάμα προϋπόθεση ηθικής. Η ερμηνεία αυτή είναι η αυτεπίγνωση της ανθρώπινης συνείδησης σαν πηγή γνώσης (όπου γνώση: η αναπαράσταση-ερμηνεία των πραγμάτων και των σχέσεων τους από την ανθρώπινη συνείδηση) και, επομένως, σαν πηγή κάθε σχέσης του υποκειμένου, είτε αυτή είναι σχέση βίας είτε σχέση ελευθερίας και αγάπης. Με άλλα λόγια, η συνείδηση σαν εργαστήριο γνώσης είναι η ρίζα κάθε πολιτικής πραγματικότητας και η ερμηνεία της γνώσης είναι το θεμέλιο κάθε πολιτικής στάσης.
Στη ρίζα αυτού του συστήματος είναι πάντα η ανθρώπινη γλώσσα: η μήτρα της ανθρώπινης συνείδησης και ο ιστός που πάνω της χτίζεται και αναπτύσεται. Για αυτό η πολιτική πράξη είναι πάντα διά-λογος και η θεολογία κριτική της προϋπόθεση. Γιατί μόνο η θεολογία μπορεί να κρίνη την γλώσσα (την αρχή κάθε κρίσης) από τα έξω —να την ζυγίζη διαρκώς με τον λόγο του σαρκωμένου Λόγου [Εβρ.4:12 & Εφ.4:14], του οποίου πεσμένη εικόνα αποτελεί.


3
Ο αποφατικός χαρακτήρας της θεολογίας έγκειται στην λογική της μη-βία: στην άρνηση της να διατυπώση τελεσίδικες αποφάνσεις για την πραγματικότητα, ενώ ταυτόχρονα δεν παύη να ερμηνεύη αυτήν την πραγματικότητα με τρόπο που να κρατά ανοιχτή την προοπτική μιας τελικής φανέρωσης της αλήθειας της. (Αυτή η φανέρωση δεν μπορεί παρά να είναι έξω από τα όρια της χρονικότητας —όθεν και ο αποφατικός χαρακτήρας της θεολογικής ερμηνείας— και αυτό συνεπάγεται την χωρίς τέλος ανάπτυξη αυτού του τέλους.)
Μια τέτοια αποφατική ερμηνεία του κόσμου και των σχέσεων που τον συγκροτούν είναι η μόνη δυνατή ερμηνεία που αποκλείει την λογική βία των ερμηνειών του αυτονομημένου-αυτοπροσδιοριζόμενου νού και την πραγματική βία που αυτές παράγουν.

§ Η θεολογία σαν αποφατικός λόγος —λόγος που αναφέρεται λογικά στον δημιουργικό λόγο του δημιουργού Λόγου του Θεού— είναι η λογική άρνηση κάθε ουτοπίας, είτε φυσικής είτε ηθικής. Γιατί κάθε ουτοπία είναι προσπάθεια του αυτονομημένου φαντασιακού να υποκαταστήση την δημιουργική και συνεκτική παρουσία του Πνεύματος στον κόσμο-κτίση του Λόγου με ένα νόημα που δεν υπάρχει παρά μόνο σαν επιβολή-βία του θελήματος του αυτονομημένου φαντασιακού για κυριαρχία πάνω στην πραγματικότητα μέσω μιας αυθαίρετης (αυτοπροσδιοριζόμενης) ερμηνείας του κόσμου σαν δομή, όπου οι κάθε λογής σχέσεις παράγουν τον λόγο και το νόημα που αυτό το φαντασιακό χρειάζεται για να υπάρχη σαν κριτής κάθε 'καλού' ή 'κακού' [Γεν.3:5]. Κάθε πολιτικό πρόταγμα, κάθε νόμος, πατά πάνω σε αυτό το πλαστό θεμέλιο και υπάρχει μόνο σαν βία πάνω στα πράγματα —η βία που σκορπά γύρω του ένα θηρίο στην προσπάθεια του να σταθή στη ζωή που χάνεται από μέσα του. Κάθε ουτοπία είναι καρπός του 'δέντρου της γνώσης'. Το οποίο δέντρο της γνώσης είναι το “έμβλημα της κρίσης του κατηγόρου”, κι “αυτή η τεράστια ειρωνία σηματοδοτεί την μυθική αρχή του νόμου” (Walter Benjamin). Η λογική άρνηση της ουτοπίας είναι η πρώτη και η σημαντικότερη συμβολή της θεολογίας στην άρνηση της βίας που κατασπαράσει τον κόσμο-κτίση του κτίστη Λόγου. Και για αυτό η θεολογία, όταν είναι θεολογία, είναι πάντα πολιτική κατεξοχήν.

4
Η πολιτική θεολογία, αντίθετα με την ουτοπία, είναι η θεολογία που δείχνει την φυσική σχέση του κτίστη Λόγου με την κτίση, που φανερώνει τον τρόπο της φιλότητας, της θείας λογικότητας.
Ο Λόγος με το δώρο της θείας εικόνας, τον λόγο, δωρίζει στον άνθρωπο τη δυνατότητα σχέσης με τον Πλάστη του. Η φυσικότητα αυτής της σχέσης είναι η λογικότητα της: ότι ο λόγος, όσο παραμένει φυσικός λόγος (εικόνα του δημιουργικού λόγου του Λόγου), γεννά σχέση —κοινωνεί το είναι του δίνοντας ονόματα στα πράγματα [Γεν.2:19], που ήδη υπάρχουν επειδή τα κάλεσε στην ύπαρξη ο Λόγος, και κοινωνόντας το είναι του (την “εν-τατική καθολικότητα του λόγου”) σχετίζεται λογικά με τα πράγματα που ονοματίζει και συναντά τα άλλα πρόσωπα που έχουν αυτήν την δωρεά να δίνουν ονόματα και να κοινωνούν το είναι τους (“εκ-τατική καθολικότητα του λόγου”). Το όνομα είναι η σχέση. Και αυτή η σχέση είναι ανάμεσα στα λογικά όντα (πρόσωπα) σαν φανέρωση της κοινής τους λογικής φύσης, σαν ενέργεια της πολιτικής τους ουσίας.

§ Στην κατάσταση της ανταρσίας-αυτονόμησης του ανθρώπινου λόγου, που ακολούθησε την πτώση από την φυσική λογικότητα, ο λόγος αναζητώντας έρεισμα διαστρέφει την φυσική τάξη και αναγνωρίζει σαν πηγή του τις σχέσεις, σαν αυτόνομες υπαρκτικά πραγματικότητες (είτε αέναα τυχαίες είτε αέναα αιτιατές). Το αποτέλεσμα αυτής της φυσικής-λογικής αυθαιρεσίας είναι η αφαίρεση της αναγωγικότητας. Και η αναγωγική συνείδηση, είτε θεωρεί την πραγματικότητα ένα συστημικό ρίζωμα είτε ένα πλέγμα αφηρημένης και αδήριτης αναγκαιότητας, για να υπάρχη σαν τέτοια πρέπει διαρκώς να διασπά την ενότητα της εμπειρίας σε όλο και περισσότερα κομμάτια ετερόνομων μονάδων, που η μόνη τους πραγματικότητα είναι ένα υπερπαραγωγικό, άψυχων τέκνων, φαντασιακό [Ιω.8:44].
Ευθύνη της θεολογίας είναι να καταγγείλη ενώπιον της ανθρώπινης συνείδησης την βία της αναγωγικής πλάνης πάνω στα πράγματα και τα πρόσωπα [Κολ.2:4 & 8]. Και ένα πρώτο βήμα για αυτό είναι η αναγνώριση της ενότητας της ανθρώπινης φύσης και η άρνηση του διχασμού του προσώπου σε σώμα και πνεύμα. (Ο άνθρωπος του Αυγουστίνου [De Mor. Eccl. I,27,52]: ένας νους που χρησιμοποιεί ένα σώμα [βλ. Πλωτίνου, Ενν. 6,7,5].) Διχασμού που πάνω του στηρίζεται όλη η πλάνη και η βία της αστικής κοινωνίας, του βασιλείου του καίσαρα.

5
Όταν ο Χριστός αντιδιαστέλλει την βασιλεία του Θεού με το βασίλειο του καίσαρα [Μθ.22:21], τα αντιδιαστέλλει με απόλυτο τρόπο [Μθ.6:24], και μάλιστα στη βάση της μονεταριστικής διάστασης του Ρωμαϊκού dominium, που είναι και η καρδιά και το θεμέλιο του Ρωμαϊκού νόμου. (Είναι χαρακτηριστικό ότι η τελική αντίδραση του κόσμου στο πρόσωπο του Χριστού γίνεται σε αυτή την νομική βάση [Ιω.19:12] και με αυτό το όχημα [Μθ.26:15 & 28:12].)
Το βασίλειο του καίσαρα είναι το βασίλειο του Ρωμαϊκού νόμου, δηλαδή το βασίλειο του αφηρημένου-αναγωγικού πνεύματος: ο θρίαμβος της κυριαρχίας του αυτονομημένου φαντασιακού πάνω στη φύση. Εδώ όλα είναι κτήση και βία —persona είναι μόνο ο ιδιοκτήτης, και κάθε τι άλλο res. 'Ομως αυτό το πρόσωπο (νομικό κατά την σύσταση του, ηθικό-πολιτικό κατά την ενέργεια του), μην έχοντας άλλο σταθερό περιεχόμενο από την ιδιοκτησία (νομή), και μάλιστα στην πιο αφηρημένη εκδοχή της (νόμισμα: αυθαίρετη αξία πραγμάτων και ενεργειών), είναι ένα άτομο, μια κλειστή μονάδα, που ταλαντώνεται συνεχώς ανάμεσα στην νομική υπόσταση του 'προσώπου' και του 'πράγματος' αναζητώντας την ενότητα του στην αφηρημένη ενότητα του εμπορεύματος (με άλλα λόγια, στην κατακερματισμένη φύση), που ιδεατοποιείται σαν κεφάλαιο. Η υπόσταση του κρίνεται στις τράπεζες των κολλυβιστών [Μθ.21:12].
Σε αυτό το βασίλειο, όπου αποξενωμένα, διαρκώς διαμαχόμενα, ηθικά υποκείμενα (subjects=πεταμένα κάτω < από την παθ. μετοχή του λατ. ρ. jacere=πετώ) μπορούν να σχετίζονται μόνο εξωτερικά, η μόνη σταθερή persona είναι το κεφάλαιο, γιατί μόνο αυτό σταθερά δρα σαν 'πρόσωπο' και όχι σαν 'πράγμα', αποτελώντας την μόνη κοινά αποδεκτή, σταθερή ουσία, που αναπαράγει διαρκώς εαυτήν (σαν τόκο) σε μία χωρίς όρια επέκταση-κυριαρχία πάνω στην κτίση. Αυτό το βασίλειο είναι η αποθέωση του αναγωγικού πνέυματος, η απόλυτη άρνηση της δημιουργικής και συνεκτικής ενέργειας του Λόγου, ό,τι ονομάζουμε αστική κοινωνία.

§ Η μοίρα των χρημάτων της προδοσίας μετά την αυτοκτονία του Ιούδα [Μθ.27:7] βεβαιώνει ότι το πλαίσιο της σύγκρουσης του κόσμου με τον Χριστό, τουλάχιστον στην τελική της φάση, είναι η κυριαρχία του Ρωμαϊκού νόμου πάνω στα πράγματα σαν αποκλειστικού νομέα και ερμηνευτή τους: τα χρήματα της πώλησης του διδασκάλου μετά τον θάνατο του πωλητή-κατόχου τους πραγματώνονται σε res nullius [βλ. Ιουστινιανού, Institutiones, Lib.II Tit.I 7-10], και μάλιστα, ειρωνικά, σε αυτό το πιο ειρωνικό περιστατικό της Γραφής, σε res religius (αφιερωμένου στους θεούς του Κάτω Κόσμου). Παραλλάσοντας, λοιπόν, την παρατήρηση του Benjamin [βλ. §3], θα λέγαμε: αυτή η τεράστια ειρωνία σηματοδοτεί την αρχή του μεσσιανικού τέλους του νόμου.

6
Άν υπάρχει ένας Αντίχριστος, αυτός είναι η αστική κοινωνία. Γιατί, όπως ο Χριστός είναι ο σαρκωμένος Λόγος, η αστική κοινωνία είναι το σαρκωμένο αφηρημένο νόημα. Αυτή η σάρκωση όμως, όπως και το νόημα που σαρκώνει, δεν είναι πραγματική, είναι ένα είδωλο. Ένα είδωλο που υπάρχει μόνο και μόνο γιατί ο άνθρωπος θέλει να υπάρχη, γιατί μόνο σε αυτό το είδωλο η πλαστή συνείδηση του αυτονομημένου υποκειμένου βρίσκει την εικόνα της, την επιβεβαίωση της. Αυτή η επιβεβαίωση όμως είναι συνάμα και η ακύρωση του αυτονομημένου υποκειμένου, η επιλογή του θανάτου χωρίς τέλος, η άρνηση του φυσικού προσώπου και η μετατροπή του σε εμπόρευμα: ο ολοκληρωτισμός της γραφειοκρατικής κοινωνίας, το τέλος της αγάπης, το τέλος της ιστορίας.

§ Στο φαντασιακό πλαίσιο της αστικης κοινωνίας, και μάλιστα στην πλέον απόλυτη εκδοχή της, αυτήν της γραφειοκρατικής-μονεταριστικής κοινωνίας, της 'αρχής του κανενός', η προσωπική εμπειρία (διαχρονία) απαλλοτριώνεται στην δίνη της φαντασιακής δομής (ψευδής συγχρονία). Αυτό είναι το τέλος της ιστορίας, η άρνηση της πολιτικής (λογικά ηθικής) φύσης του ανθρώπου, η αποθέωση της βίας. Αντίθετα, η θεολογία, σαν λόγος που λέγει-επικοινωνεί την κατεξοχήν προσωπική εμπειρία [Γαλ.2:20], είναι η κατεξοχήν γλωσσική προϋπόθεση ηθικής-πολιτικής. Η θεολογία είναι η φωνή της εμπειρίας και σαν τέτοια η μόνη που μπορεί να σταθή φραγμός στην βία ενός κόσμου που αντλεί την νομιμότητα του από το φαντασιακό, τον 'μαγικό μηδενισμό' του ειδώλου. Η θεολογία είναι (μπορεί να είναι) πολιτική σαν λογικός (λεκτικός) χώρος ηθικής —πεδίο όπου κάθε στιγμή η ηθική μορφή αναδύεται σαν ζωή και, την ίδια στιγμή, καταρρέει σαν είδωλο—, χώρος επιδίωξης πολιτικής (δια-λογικής) ελευθερίας. Όπου ελευθερία η χωρίς τέλος δράση, το χωρίς όριο ωραίο, το διάμεσο. Και αυτό το διάμεσο, του οποίου η εμπειρία, και όχι η ιδέα, είναι η ηθική της θεολογίας, είναι ένα σώμα: τό σώμα του ζώντος Χριστού. Γιατί πηγή της θεολογίας (και της ηθικής της) δεν είναι ο λόγος του Χριστού, αλλά αυτός ο Χριστός [Ιω.14:6], το δια-λογικό του σώμα. Για τούτο και αυτή η θεολογία, αυτή η ηθική, δεν αποκρυσταλλώνεται σαν νόμος, αλλά υπάρχει σαν διαρκής δια-λεκτική δράση μεσσιανικής ελευθερίας [1Κορ.7:29-31], ή σαν ειρωνία αποδόμησης του αστικού φαντασιακού [Μθ.17:27].

7
Η βασιλεία του Πατρός (αιωνιότητα) δεν είναι το τελειωτικό τέλος της ιστορίας (ανθρώπινος χρόνος), αλλά το τέλος της σαν αντίθεση μεταξύ διαχρονίας (εκ-τατικής καθολικότητας της ύπαρξης) και συγχρονίας (εν-τατικής καθολικότητας της ύπαρξης), με τον συντονισμό τους με το θέλημα του Πατρός [1Κορ.15:28]. Ο χρόνος που ξεκίνησε με την σάρκωση του Λόγου και που οδηγεί σε αυτό το τέλος είναι ο μεσσιανικός χρόνος [1Κορ.15:20-27]. Κι αυτός ο χρόνος γίνεται εμπειρικά γνωστός στον άνθρωπο στην Ευχαριστία [Ιω.6:51].